πτόησις: Difference between revisions

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br />mouvement violent de l'âme, passion.<br />'''Étymologie:''' [[πτοέω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />mouvement violent de l'âme, passion.<br />'''Étymologie:''' [[πτοέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πτόησις''': ἢ πτοίησις, εως, , πᾶσα σφοδρὰ [[συγκίνησις]], [[ταραχή]], σφοδρὰ [[ἔξαψις]], Πλάτ. Πρωτ. 310D· [[περί]] τι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 206D· ἢ τοῦ σώματος πτ. ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 404Α· πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 5, 9, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 670C.
|elnltext=πτόησις, ἡ zie πτοίησις.
}}
{{elru
|elrutext='''πτόησις:''' и [[πτοίησις]], εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[испуг]], [[страх]] Arst.: μὴ φοβούμενος μηδεμίαν πτόησιν NT не испытывающий никакого страха;<br /><b class="num">2)</b> [[волнение]], [[возбужденность]] (π. καὶ [[μανία]] Plat.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πτόησις:''' -εως, ἡ, σφοδρή [[συγκίνηση]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''πτόησις:''' -εως, ἡ, σφοδρή [[συγκίνηση]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πτόησις:''' и [[πτοίησις]], εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[испуг]], [[страх]] Arst.: μὴ φοβούμενος μηδεμίαν πτόησιν NT не испытывающий никакого страха;<br /><b class="num">2)</b> [[волнение]], [[возбужденность]] (π. καὶ [[μανία]] Plat.).
|lstext='''πτόησις''': ἢ πτοίησις, εως, , πᾶσα σφοδρὰ [[συγκίνησις]], [[ταραχή]], σφοδρὰ [[ἔξαψις]], Πλάτ. Πρωτ. 310D· [[περί]] τι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 206D· ἢ τοῦ σώματος πτ. ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 404Α· πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 5, 9, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 670C.
}}
{{elnl
|elnltext=πτόησις, ἡ zie πτοίησις.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτόησις Medium diacritics: πτόησις Low diacritics: πτόησις Capitals: ΠΤΟΗΣΙΣ
Transliteration A: ptóēsis Transliteration B: ptoēsis Transliteration C: ptoisis Beta Code: pto/hsis

English (LSJ)

or πτοίησις (so in Pl.), εως, ἡ, vehement emotion or excitement, Pl.Prt.310d; περί τι Id.Smp.206d; ἡ τοῦ σώματος πτόησις Id.Cra. 404a, cf. Arist.GA774a5 (dub.), Clearch.(?) ap.Ath.15.670c, Agatharch.5, Ph.1.509; μὴ φοβούμεναι μηδεμίαν πτόησιν 1 Ep.Pet.3.6.

German (Pape)

[Seite 810] ἡ, auch πτοίησις, das Scheuchen, Erschrecken, in heftige Bewegung u. Leidenschaft Setzen (?). – Heftige Bewegung, Leidenschaft, ἔχοντες τὴν τοῦ σώματος πτόησιν καὶ μανίαν, Plat. Crat. 404 a; περί τι, Conv. 206 d (v.l. ποίησις); vgl. Prot. 310 d; Brunst, Arist. de gen. anim. 4, 5.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
mouvement violent de l'âme, passion.
Étymologie: πτοέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτόησις, ἡ zie πτοίησις.

Russian (Dvoretsky)

πτόησις: и πτοίησις, εως ἡ
1) испуг, страх Arst.: μὴ φοβούμενος μηδεμίαν πτόησιν NT не испытывающий никакого страха;
2) волнение, возбужденность (π. καὶ μανία Plat.).

English (Strong)

from πτοέω; alarm: amazement.

English (Thayer)

πτοησεως, ἡ (πτοέω), terror: φοβεῖσθαι πτόησιν, equivalent to φόβον φοβεῖσθαι, to be afraid with terror (others take πτόησις objectively: R. V. text to be put in fear by any terror), φοβέω, 2; (Winer's Grammar, § 32,2; Buttmann, § 131,5. (Philo, quis rev. div. her. § 51)).

Greek Monotonic

πτόησις: -εως, ἡ, σφοδρή συγκίνηση, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

πτόησις: ἢ πτοίησις, εως, ἡ, πᾶσα σφοδρὰ συγκίνησις, ταραχή, σφοδρὰ ἔξαψις, Πλάτ. Πρωτ. 310D· περί τι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 206D· ἢ τοῦ σώματος πτ. ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 404Α· πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 5, 9, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 670C.

Middle Liddell

πτοέω
passionate excitement, Plat.

Chinese

原文音譯:ptÒhsij 普拖誒西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:喪膽
字義溯源:恐懼,懼怕,恐佈,恐嚇;源自(πτοέω)*=驚慌)
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 恐嚇(1) 彼前3:6