προκλητικός: Difference between revisions
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ή, όν :<br />qui provoque.<br />'''Étymologie:''' [[προκαλέω]]. | |btext=ή, όν :<br />qui provoque.<br />'''Étymologie:''' [[προκαλέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=προκλητικός -ή -όν [προκαλέω] uitdagend. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προκλητικός:''' [[призывающий]], [[вызывающий]]: τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζων Plut. громко вызывая (на бой). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''προκλητικός:''' -ή, -όν, αυτός που καλεί κάποιον να έρθει [[εμπρός]], [[προκλητικός]]· <i>προκλητικόν</i>, <i>τό</i>, [[πρόκληση]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''προκλητικός:''' -ή, -όν, αυτός που καλεί κάποιον να έρθει [[εμπρός]], [[προκλητικός]]· <i>προκλητικόν</i>, <i>τό</i>, [[πρόκληση]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προκλητικός''': -ή, -όν, ὁ προκαλῶν, [[μέλος]] προκλητικὸν εἰς μάχην, πέρδικος, Αἰλ. π. Ζ. 4. 16· ψόφοι Κλήμ. Ἀλ. 204· τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζειν Πλουτ. Μάρκελλ. 7· μετὰ γεν., ὁ προκαλῶν διεγείρων τι, Διοσκ. 1. 162, κτλ. ― Ἐπίρρ., -κῶς, Εὐστ. Πονημάτ. 180. 70. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[προκλητικός]], ή, όν<br />[[calling]] [[forth]], challenging: προκλητικόν, τό, a [[challenge]], Plut. | |mdlsjtxt=[[προκλητικός]], ή, όν<br />[[calling]] [[forth]], challenging: προκλητικόν, τό, a [[challenge]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, calling forth, challenging, τὸ μέλος π., of the partridge, Ael. NA4.16; τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζων Plu.Marc.7: c. gen., π. τοῦ μέλλοντος κεφαλαίου ἐπιχείρημα Hermog.Inv.3.13 (also in Comp., ibid.); provocative of, stimulating, οὔρων Dsc.1.115.4, cf. Sor.2.41. Gal.6.624, al.
German (Pape)
[Seite 730] ή, όν, heraus- oder hervorrufend, herausfordernd, Plut. Marcell. 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui provoque.
Étymologie: προκαλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προκλητικός -ή -όν [προκαλέω] uitdagend.
Russian (Dvoretsky)
προκλητικός: призывающий, вызывающий: τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζων Plut. громко вызывая (на бой).
Greek Monolingual
-ή, -ό / προκλητικός, -ή, -όν, ΝΑ προκαλῶ
νεοελλ.
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να προκαλεί με ερεθιστικούς λόγους ή πράξεις, αυθάδης (α. «προκλητικοί λόγοι» β. «προκλητική συμπεριφορά»)
2. αυτός που γίνεται ή φέρεται κατά τρόπο που να δελεάζει, ο διεγερτικός της ερωτικής επιθυμίας, σαγηνευτικός (α. «προκλητική στάση» β. «προκλητική ματιά»)
αρχ.
1. (για πράξη, ενέργεια, πράγμα) αυτός που έχει την ιδιότητα να καλεί, να προσκαλεί («τὸ μέλος προκλητικόν» — λεγόταν για το τραγούδι της πέρδικας, Αιλ.)
2. αυτός που προκαλεί ένα αποτέλεσμα, πρόξενος, αίτιος
3. (το ουδ. ως επίρρ. χρον.) τὸ προκλητικόν («τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζων», Πλούτ.).
επίρρ...
προκλητικώς/προκλητικῶς ΝΑ και προκλητικά Ν
κατά τρόπο προκλητικό
νεοελλ.
με τρόπο που ερεθίζει, που εξοργίζει.
Greek Monotonic
προκλητικός: -ή, -όν, αυτός που καλεί κάποιον να έρθει εμπρός, προκλητικός· προκλητικόν, τό, πρόκληση, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
προκλητικός: -ή, -όν, ὁ προκαλῶν, μέλος προκλητικὸν εἰς μάχην, πέρδικος, Αἰλ. π. Ζ. 4. 16· ψόφοι Κλήμ. Ἀλ. 204· τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζειν Πλουτ. Μάρκελλ. 7· μετὰ γεν., ὁ προκαλῶν διεγείρων τι, Διοσκ. 1. 162, κτλ. ― Ἐπίρρ., -κῶς, Εὐστ. Πονημάτ. 180. 70.
Middle Liddell
προκλητικός, ή, όν
calling forth, challenging: προκλητικόν, τό, a challenge, Plut.