στυφελιγμός: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=οῦ (ὁ) :<br />mauvais traitement.<br />'''Étymologie:''' [[στυφελίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />mauvais traitement.<br />'''Étymologie:''' [[στυφελίζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στῡφελιγμός''': , κακὴ [[χρῆσις]], [[κατάχρησις]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 537 (κατὰ τὸ Ραβ. Ἀντίγραφον· κοινῶς -ισμός).
|elnltext=στυφελιγμός -οῦ, ὁ [στυφελίζω] mishandeling.
}}
{{elru
|elrutext='''στῠφελιγμός:''' ὁ [[жестокое обращение]], [[побои]] Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''στῠφελιγμός:''' ὁ, κακή [[χρήση]], [[κατάχρηση]], [[κακοποίηση]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''στῠφελιγμός:''' ὁ, κακή [[χρήση]], [[κατάχρηση]], [[κακοποίηση]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στῠφελιγμός:''' ὁ [[жестокое обращение]], [[побои]] Arph.
|lstext='''στῡφελιγμός''': , κακὴ [[χρῆσις]], [[κατάχρησις]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 537 (κατὰ τὸ Ραβ. Ἀντίγραφον· κοινῶς -ισμός).
}}
{{elnl
|elnltext=στυφελιγμός -οῦ, ὁ [στυφελίζω] mishandeling.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στῠφελιγμός, οῦ, ὁ,<br />ill-[[usage]], [[abuse]], Ar. [from στῠφελός]
|mdlsjtxt=στῠφελιγμός, οῦ, ὁ,<br />ill-[[usage]], [[abuse]], Ar. [from στῠφελός]
}}
}}

Revision as of 22:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῠφελιγμός Medium diacritics: στυφελιγμός Low diacritics: στυφελιγμός Capitals: ΣΤΥΦΕΛΙΓΜΟΣ
Transliteration A: stypheligmós Transliteration B: stypheligmos Transliteration C: styfeligmos Beta Code: stufeligmo/s

English (LSJ)

ὁ, ill-usage, abuse, Ar.Eq.537 (pl.).

German (Pape)

[Seite 959] ὁ, = στυφελισμός, Ar. Equ. 535 ὀργὰς ὑμῶν ἠνέσχετο καὶ στυφελιγμούς, Schol. λοιδορίαι, ὕβρεις.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
mauvais traitement.
Étymologie: στυφελίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στυφελιγμός -οῦ, ὁ [στυφελίζω] mishandeling.

Russian (Dvoretsky)

στῠφελιγμός:жестокое обращение, побои Arph.

Greek Monolingual

και στυφελισμός, ὁ, Α στυφελίζω
υβριστική και προσβλητική διαγωγή, ταπεινωτική συμπεριφορά, κακομεταχείριση.

Greek Monotonic

στῠφελιγμός: ὁ, κακή χρήση, κατάχρηση, κακοποίηση, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

στῡφελιγμός: ὁ, κακὴ χρῆσις, κατάχρησις, Ἀριστοφ. Ἱππ. 537 (κατὰ τὸ Ραβ. Ἀντίγραφον· κοινῶς -ισμός).

Middle Liddell

στῠφελιγμός, οῦ, ὁ,
ill-usage, abuse, Ar. [from στῠφελός]