συμβουλή: Difference between revisions
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />conseil.<br />'''Étymologie:''' [[σύμβουλος]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br />conseil.<br />'''Étymologie:''' [[σύμβουλος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συμβουλή -ῆς, ἡ, ook ξυμβουλή [σύν, βουλή] raad(geving), advies:. συμβουλὰς συμβουλεύειν adviezen geven Plat. Grg. 520d. beraad, overleg; met gen., met περί + gen., met ἕνεκα + gen. over iets. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμβουλή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[совет]], [[наставление]] Her., Xen., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[совещание]], [[совместное обсуждение]] (τινος, περί и ἕνεκά τινος, εἰς συμβουλὴν παρακαλεῖν τινα Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''συμβουλή:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> = [[συμβουλία]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[συμβουλή]], [[σύσκεψη]], [[συμβούλιο]], [[συνδιάσκεψη]], [[παραίνεση]], [[συζήτηση]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''συμβουλή:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> = [[συμβουλία]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[συμβουλή]], [[σύσκεψη]], [[συμβούλιο]], [[συνδιάσκεψη]], [[παραίνεση]], [[συζήτηση]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συμβουλή''': ἡ, = [[συμβουλία]], Ἡρόδ. 1. 157, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 4, Πλάτ., κλπ.· ― παροιμ., ἱερὸν [[συμβουλή]], ἡ συμβουλὴ [[εἶναι]] ἱερὸν [[πρᾶγμα]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 104, πρβλ. Πλάτ. Ἐπιστ. 321C· ― πληθ., συμβουλὰς συμβουλεύειν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 520D, κ. ἀλλ. Ι. [[σύσκεψις]], [[συζήτησις]], εἰς ξ. παρακαλεῖν τινα ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 313Α· ξ. πολιτικῆς ἀρετῆς, [[συζήτησις]] περὶ πολ. ἀρετῆς, [[αὐτόθι]] 322Ε· [[ὅταν]] [[περί]] τινος ξ. ᾖ ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 455C· ἕνεκά τινος ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 942Α· εἰς ξ. καλεῖν τινας ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 313Α. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[συμβουλή]], ἡ, = [[συμβουλία]], Hdt., Xen., etc.]<br /><b class="num">II.</b> [[counsel]], [[consultation]], [[deliberation]], [[debate]], Plat. | |mdlsjtxt=[[συμβουλή]], ἡ, = [[συμβουλία]], Hdt., Xen., etc.]<br /><b class="num">II.</b> [[counsel]], [[consultation]], [[deliberation]], [[debate]], Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ,= συμβουλία, Hdt.1.157,3.1, Pl.Phdr.260d, Call. in Διηγήσεις vii 19, etc.: prov., ἱερὸν συμβουλή A counsel is a sacred thing, Ar.Fr.33 (v. ἱερός IV. ΙΙ): pl., συμβουλὰς συμβουλεύειν Pl.Grg.520d, cf. Din.1.47. II deliberation, debate, εἰς σ. τοὺς φίλους παρακαλεῖν Pl.Prt.313a; σ. πολιτικῆς ἀρετῆς a debate on it, ib.322e; ὅταν περί τινος σ. ᾖ Id.Grg.455c; ἕνεκά τινος Id.Lg. 942a.
German (Pape)
[Seite 980] ἡ, = συμβουλία, Rath, Berathung, ἔγνωσαν συμβουλῆς πέρι ἐς θεὸν ἀνῷσαι, Her. 1, 157; ὅταν στρατηγῶν αἱρέσεως πέρι συμβουλὴ ᾖ, Plat. Gorg. 455 c; εἰς συμβουλὴν τοὺς φίλους παρακαλεῖν, Prot. 313 a; συμβουλὰς συμβουλεύειν, Gorg. 520 d; ἱερὰ συμβουλὴ λεγομένη, Ep. V, 321 c, wie Xen. An. 5, 6, 4, vgl. Luc. rhet. praec. 1; Hesych. sagt ἐπὶ τοῦ ὅτι δεῖ καθαρῶς συμβουλεύειν.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
conseil.
Étymologie: σύμβουλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμβουλή -ῆς, ἡ, ook ξυμβουλή [σύν, βουλή] raad(geving), advies:. συμβουλὰς συμβουλεύειν adviezen geven Plat. Grg. 520d. beraad, overleg; met gen., met περί + gen., met ἕνεκα + gen. over iets.
Russian (Dvoretsky)
συμβουλή: ἡ
1) совет, наставление Her., Xen., Plat.;
2) совещание, совместное обсуждение (τινος, περί и ἕνεκά τινος, εἰς συμβουλὴν παρακαλεῖν τινα Plat.).
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συβουλή Ν
παραίνεση, προτροπή, υπόδειξη (α. «τά αποφεύγω... με συμβουλή του γιατρού» β. «ἔγνωσαν συμβουλῆς πέρι ἐς θεὸν ἀνοῑσαι τὸν ἐν Βραγχίδῃσι», Ηρόδ.
γ. «ὑπὸ μιᾱς ἀθέσμου συμβουλῆς», Τριώδ.)
αρχ.
σύσκεψη, συζήτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + βουλή «σκέψη» (πρβλ. προ-βουλή)].
Greek Monotonic
συμβουλή: ἡ,
I. = συμβουλία, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
II. συμβουλή, σύσκεψη, συμβούλιο, συνδιάσκεψη, παραίνεση, συζήτηση, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
συμβουλή: ἡ, = συμβουλία, Ἡρόδ. 1. 157, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 4, Πλάτ., κλπ.· ― παροιμ., ἱερὸν συμβουλή, ἡ συμβουλὴ εἶναι ἱερὸν πρᾶγμα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 104, πρβλ. Πλάτ. Ἐπιστ. 321C· ― πληθ., συμβουλὰς συμβουλεύειν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 520D, κ. ἀλλ. Ι. σύσκεψις, συζήτησις, εἰς ξ. παρακαλεῖν τινα ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 313Α· ξ. πολιτικῆς ἀρετῆς, συζήτησις περὶ πολ. ἀρετῆς, αὐτόθι 322Ε· ὅταν περί τινος ξ. ᾖ ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 455C· ἕνεκά τινος ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 942Α· εἰς ξ. καλεῖν τινας ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 313Α.
Middle Liddell
συμβουλή, ἡ, = συμβουλία, Hdt., Xen., etc.]
II. counsel, consultation, deliberation, debate, Plat.