σφετερίζω: Difference between revisions
εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=<i>Act. seul. prés. et ao.</i> ἐσφετέρισα;<br /><i>Pass. seul. part. pf.</i> ἐσφετερισμένος;<br /><i>d'ord. au Moy.</i> [[σφετερίζομαι]]. | |btext=<i>Act. seul. prés. et ao.</i> ἐσφετέρισα;<br /><i>Pass. seul. part. pf.</i> ἐσφετερισμένος;<br /><i>d'ord. au Moy.</i> [[σφετερίζομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σφετερίζω [σφέτερος] aor. ἐσφετέρισα, med. ἐσφετερισάμην, ptc. med. nom. m. plur. σφετεριξάμενοι Aeschl. Suppl. 38, zich toe-eigenen, zowel act. als med. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σφετερίζω:''' преимущ. med. (fut. σφετεριοῦμαι, aor. ἐσφετερισάμην - дор. ἐσφετεριξάμην, pf. ἐσφετέρισμαι, ppf. ἐσφετερίσμην)<br /><b class="num">1)</b> [[присваивать себе]], [[завладевать]], [[захватывать]] (τὰ πράγματα κατὰ τὴν πόλιν Plat.; τὸ [[ναῦλον]] Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[привлекать]], [[на свою сторону]] ([[ὅλον]] τὸν ἀκροατήν Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 25: | ||
|lsmtext='''σφετερίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ή <i>-ξω</i> ([[σφέτερος]]), ιδιοποιούμαι [[κάτι]] που δεν μου ανήκει, [[οικειοποιούμαι]] με αθέμιτα μέσα, [[σφετερίζομαι]], [[υφαρπάζω]], [[καταχρώμαι]], [[υπεξαιρώ]], σε Πλάτ.· ομοίως, αποθ. [[σφετερίζομαι]], σε Ξεν., Δημ. | |lsmtext='''σφετερίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ή <i>-ξω</i> ([[σφέτερος]]), ιδιοποιούμαι [[κάτι]] που δεν μου ανήκει, [[οικειοποιούμαι]] με αθέμιτα μέσα, [[σφετερίζομαι]], [[υφαρπάζω]], [[καταχρώμαι]], [[υπεξαιρώ]], σε Πλάτ.· ομοίως, αποθ. [[σφετερίζομαι]], σε Ξεν., Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σφετερίζω''': μέλλ. -σω ἢ -ξω (ἴδε κατωτ.) - ἰδιοποιοῦμαί τι μὴ ἀνῆκον εἰς ἐμέ, οἰκειοποιοῦμαι (δι’ ἀθεμίτων μέσων), ἐὰν ἑσμοὺς ἀλλοτρίους σφετερίζῃ τις Πλάτ. Νόμ. 843D· τὰ πράγματα κατὰ τὴν πόλιν ἐσφετέρισαν [[αὐτόθι]] 715Α. - Παθ., τῆς ἐσφετερισμένης ἀρχῆς Ἀππ. Ἁνν. 45. ΙΙ. συνηθέστερον ὡς ἀποθ., σφετερίζομαι, σφετεριξάμενον πατραδέλφειαν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 39, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 36, Δημ. 882. 12 σφ. τι ἀλλοτρίων Ἀριστ. Προβλ. 29. 14· τι τῶν [[πέλας]] Πολύβ. 2. 19, 4· ὅλον τὸν ἀκροατὴν σφετερισάμενος Λουκ. π. Διαβολ. 8 παθητ. πρκμ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Διον. Ἁλ. 10. 32, πρβλ. Δίωνα Κ. 50.1. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 459-470. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σφετερίζω]], [[σφέτερος]]<br />to make one's own, [[appropriate]], [[usurp]], Plat.:—so, as Dep. [[σφετερίζομαι]], Xen., Dem. | |mdlsjtxt=[[σφετερίζω]], [[σφέτερος]]<br />to make one's own, [[appropriate]], [[usurp]], Plat.:—so, as Dep. [[σφετερίζομαι]], Xen., Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:30, 2 October 2022
English (LSJ)
A make one's own, appropriate, usurp, ἐὰν ἑσμοὺς ἀλλοτρίους σφετερίζῃ τις Pl.Lg.843d; τὰ πράγματα κατὰ τὴν πόλιν ἐσφετέρισαν ib.715a; τὸν χόρτον -ίσαντες PGen.49.15 (iv A.D.):—Pass., τῆς ἐσφετερισμένης ἀρχῆς App.Hann.45. II more freq. in Med. σφετερίζομαι, σφετεριξάμενοι (Dor. aor.) πατραδέλφειαν A.Supp.38 (anap.), cf. X.HG5.1.36, D.32.2; σ. τι τῶν ἀλλοτρίων Arist.Pr.952a29; τι τῶν πέλας Plb.2.19.4; χρήματα SIG833.7 (Epist. Hadriani); ὄνομα Gal.6.543; ὅλον τὸν ἀκροατὴν σφετεριζόμενος Luc.Cal.8: pf. Pass. in same sense, D.H.10.32; plpf. ἐσφετέριστο D.C.50.1: also c. gen., -ομένους τῶν κοινῶν Phld.Rh.2.174 S.; τῶν κτημάτων -ονται BGU 195.17 (ii A.D.).
French (Bailly abrégé)
Act. seul. prés. et ao. ἐσφετέρισα;
Pass. seul. part. pf. ἐσφετερισμένος;
d'ord. au Moy. σφετερίζομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφετερίζω [σφέτερος] aor. ἐσφετέρισα, med. ἐσφετερισάμην, ptc. med. nom. m. plur. σφετεριξάμενοι Aeschl. Suppl. 38, zich toe-eigenen, zowel act. als med.
Russian (Dvoretsky)
σφετερίζω: преимущ. med. (fut. σφετεριοῦμαι, aor. ἐσφετερισάμην - дор. ἐσφετεριξάμην, pf. ἐσφετέρισμαι, ppf. ἐσφετερίσμην)
1) присваивать себе, завладевать, захватывать (τὰ πράγματα κατὰ τὴν πόλιν Plat.; τὸ ναῦλον Dem.);
2) привлекать, на свою сторону (ὅλον τὸν ἀκροατήν Luc.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
(το νεοελλ. πάντα μέσ., ενώ το μσν. και το αρχ. ενεργ. και μέσ.) οικειοποιούμαι ξένο πράγμα παράνομα, κάνω κάτι ξένο δικό μου
μσν.
σφετερίζομαι
μεταβιβάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφέτερος(βλ. λ. σφεῖς). Το ρ. χρησιμοποιείται «επί κακῷ» με σημ. «οικειοποιούμαι ξένα πράγματα παράνομα»].
Greek Monotonic
σφετερίζω: μέλ. -σω ή -ξω (σφέτερος), ιδιοποιούμαι κάτι που δεν μου ανήκει, οικειοποιούμαι με αθέμιτα μέσα, σφετερίζομαι, υφαρπάζω, καταχρώμαι, υπεξαιρώ, σε Πλάτ.· ομοίως, αποθ. σφετερίζομαι, σε Ξεν., Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
σφετερίζω: μέλλ. -σω ἢ -ξω (ἴδε κατωτ.) - ἰδιοποιοῦμαί τι μὴ ἀνῆκον εἰς ἐμέ, οἰκειοποιοῦμαι (δι’ ἀθεμίτων μέσων), ἐὰν ἑσμοὺς ἀλλοτρίους σφετερίζῃ τις Πλάτ. Νόμ. 843D· τὰ πράγματα κατὰ τὴν πόλιν ἐσφετέρισαν αὐτόθι 715Α. - Παθ., τῆς ἐσφετερισμένης ἀρχῆς Ἀππ. Ἁνν. 45. ΙΙ. συνηθέστερον ὡς ἀποθ., σφετερίζομαι, σφετεριξάμενον πατραδέλφειαν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 39, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 36, Δημ. 882. 12 σφ. τι ἀλλοτρίων Ἀριστ. Προβλ. 29. 14· τι τῶν πέλας Πολύβ. 2. 19, 4· ὅλον τὸν ἀκροατὴν σφετερισάμενος Λουκ. π. Διαβολ. 8 παθητ. πρκμ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Διον. Ἁλ. 10. 32, πρβλ. Δίωνα Κ. 50.1. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 459-470.
Middle Liddell
σφετερίζω, σφέτερος
to make one's own, appropriate, usurp, Plat.:—so, as Dep. σφετερίζομαι, Xen., Dem.