συναντιλαμβάνομαι: Difference between revisions
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1001.png Seite 1001]] (s. [[λαμβάνω]]), pass., mit Hand anlegen und helfen bei einer Sache, τινός, N. T. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1001.png Seite 1001]] (s. [[λαμβάνω]]), pass., mit Hand anlegen und helfen bei einer Sache, τινός, N. T. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συν-αντιλαμβάνομαι helpen, met dat. iem. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συναντιλαμβάνομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[помогать добыть]] (τῆς ἐλευθερίας Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[быть в помощь]], [[помогать]] (τινι и ταῖς ἀσθενείαις τινός NT). | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[βοηθώ]], [[συντρέχω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να αποκτήσει [[κάτι]] («συναντιλαβέσθαι τῆς ἐλευθερίας», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] στην [[υποστήριξη]] («συναντιλήψονται μετὰ σοῦ τὴν ὁρμὴν τοῦ λαοῦ», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀντιλαμβάνομαι</i> «[[βοηθώ]]»]. | |mltxt=ΜΑ<br />[[βοηθώ]], [[συντρέχω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να αποκτήσει [[κάτι]] («συναντιλαβέσθαι τῆς ἐλευθερίας», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] στην [[υποστήριξη]] («συναντιλήψονται μετὰ σοῦ τὴν ὁρμὴν τοῦ λαοῦ», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀντιλαμβάνομαι</i> «[[βοηθώ]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συναντιλαμβάνομαι''': μέσ., συμβοηθῶ εἴς τι, μετὰ γεν., Διόδ. 14. 8, Ἐπιγρ. Δελφ. 68· βοηθῶ εἰς ὑποστήριξίν τινος, τι Ἑβδ. (Ἀριθ. ΙΑ΄, 17). ΙΙ. μετὰ δοτικ., συναντιλήψονταί σοι [[αὐτόθι]] (Ἔξοδ. ΙΗ΄, 22, Ψαλμ. ΠΗ΄, 21). | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':sunantilamb£nomai 尋-安提-藍巴挪買<br />'''詞類次數''':動詞(2)<br />'''原文字根''':同-交換-取得<br />'''字義溯源''':同負責任,幫助,來幫助,援助,帶到一起,幫助取得;由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[ἀντιλαμβάνω]])=援助)組成,而 ([[ἀντιλαμβάνω]])由([[ἀντί]])*=相對)與([[λαμβάνω]])*=拿,取)組成。參讀 ([[ἀντιλαμβάνω]])同義字參讀 ([[λαμβάνω]])同源字<br />'''出現次數''':總共(2);路(1);羅(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 幫助(1) 羅8:26;<br />2) 來幫助(1) 路10:40 | |sngr='''原文音譯''':sunantilamb£nomai 尋-安提-藍巴挪買<br />'''詞類次數''':動詞(2)<br />'''原文字根''':同-交換-取得<br />'''字義溯源''':同負責任,幫助,來幫助,援助,帶到一起,幫助取得;由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[ἀντιλαμβάνω]])=援助)組成,而 ([[ἀντιλαμβάνω]])由([[ἀντί]])*=相對)與([[λαμβάνω]])*=拿,取)組成。參讀 ([[ἀντιλαμβάνω]])同義字參讀 ([[λαμβάνω]])同源字<br />'''出現次數''':總共(2);路(1);羅(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 幫助(1) 羅8:26;<br />2) 來幫助(1) 路10:40 | ||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 2 October 2022
English (LSJ)
Med., A help in gaining a thing, τῆς ἐλευθερίας D.S.14.8; τῶν τῇ πόλει συμφερόντων SIG412.7 (Delph., iii B.C.); τῆς θεραπείας Phld.Lib.p.19 O.; assist in supporting, τὴν ὁρμὴν τοῦ λαοῦ LXX Nu.11.17: abs., render assistance, περί τινων PHib.1.82.18 (iii B.C.); εἴς τι OGI267.26 (Pergam., iii B.C.). II c. dat., take part with, help, LXXEx.18.22, Ps.88(89).22, Ev.Luc.10.40.
German (Pape)
[Seite 1001] (s. λαμβάνω), pass., mit Hand anlegen und helfen bei einer Sache, τινός, N. T.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αντιλαμβάνομαι helpen, met dat. iem.
Russian (Dvoretsky)
συναντιλαμβάνομαι:
1) помогать добыть (τῆς ἐλευθερίας Diod.);
2) быть в помощь, помогать (τινι и ταῖς ἀσθενείαις τινός NT).
English (Strong)
from σύν and ἀντιλαμβάνομαι; to take hold of opposite together, i.e. co-operate (assist): help.
English (Thayer)
2nd aorist middle subjunctive 3rd person singular συναντιλάβηται; to lay hold along with, to strife to obtain with others, help in obtaining (τῆς ἐλευθερίας, Diodorus 14,8); to take hold with another (who is laboring), hence, universally, to help: τίνι, one, Josephus, anti. 4,8, 4).
Greek Monolingual
ΜΑ
βοηθώ, συντρέχω
αρχ.
1. βοηθώ κάποιον να αποκτήσει κάτι («συναντιλαβέσθαι τῆς ἐλευθερίας», Διόδ.)
2. βοηθώ στην υποστήριξη («συναντιλήψονται μετὰ σοῦ τὴν ὁρμὴν τοῦ λαοῦ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀντιλαμβάνομαι «βοηθώ»].
Greek (Liddell-Scott)
συναντιλαμβάνομαι: μέσ., συμβοηθῶ εἴς τι, μετὰ γεν., Διόδ. 14. 8, Ἐπιγρ. Δελφ. 68· βοηθῶ εἰς ὑποστήριξίν τινος, τι Ἑβδ. (Ἀριθ. ΙΑ΄, 17). ΙΙ. μετὰ δοτικ., συναντιλήψονταί σοι αὐτόθι (Ἔξοδ. ΙΗ΄, 22, Ψαλμ. ΠΗ΄, 21).
Chinese
原文音譯:sunantilamb£nomai 尋-安提-藍巴挪買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:同-交換-取得
字義溯源:同負責任,幫助,來幫助,援助,帶到一起,幫助取得;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἀντιλαμβάνω)=援助)組成,而 (ἀντιλαμβάνω)由(ἀντί)*=相對)與(λαμβάνω)*=拿,取)組成。參讀 (ἀντιλαμβάνω)同義字參讀 (λαμβάνω)同源字
出現次數:總共(2);路(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 幫助(1) 羅8:26;
2) 來幫助(1) 路10:40