τρόχις: Difference between revisions

From LSJ

ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ιος <i>ou</i> εως (ὁ) :<br />coureur ; messager.<br />'''Étymologie:''' [[τρέχω]].
|btext=ιος <i>ou</i> εως (ὁ) :<br />coureur ; messager.<br />'''Étymologie:''' [[τρέχω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τρόχις''': ὁ, ὁ τρέχων, [[ἄγγελος]], [[ἀγγελιαφόρος]], εἰσορῶ γὰρ τόνδε τὸν Διὸς τρόχιν Αἰσχύλ. Πρ. 941.
|elnltext=τρόχις -ιος, ὁ [τρέχω] ijlbode.
}}
{{elru
|elrutext='''τρόχις:''' εως, ион. ιος ὁ [[τρέχω]] бегун или гонец Aesch.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''τρόχις:''' ὁ ([[τρέχω]]), [[δρομέας]], [[αγγελιοφόρος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''τρόχις:''' ὁ ([[τρέχω]]), [[δρομέας]], [[αγγελιοφόρος]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρόχις:''' εως, ион. ιος ὁ [[τρέχω]] бегун или гонец Aesch.
|lstext='''τρόχις''': ὁ, ὁ τρέχων, [[ἄγγελος]], [[ἀγγελιαφόρος]], εἰσορῶ γὰρ τόνδε τὸν Διὸς τρόχιν Αἰσχύλ. Πρ. 941.
}}
{{elnl
|elnltext=τρόχις -ιος, [τρέχω] ijlbode.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρόχις Medium diacritics: τρόχις Low diacritics: τρόχις Capitals: ΤΡΟΧΙΣ
Transliteration A: tróchis Transliteration B: trochis Transliteration C: trochis Beta Code: tro/xis

English (LSJ)

ὁ, courier, messenger, acc. τρόχιν A.Pr.941, S.Inach. in PTeb.692 ii 6 (troch.), Opp.H.2.634 (v.l. τρόφιν).

German (Pape)

[Seite 1154] ὁ, der Läufer, Bote, Diener; Aesch. Prom. 943; Schol. Lycophr. 1.

French (Bailly abrégé)

ιος ou εως (ὁ) :
coureur ; messager.
Étymologie: τρέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρόχις -ιος, ὁ [τρέχω] ijlbode.

Russian (Dvoretsky)

τρόχις: εως, ион. ιος ὁ τρέχω бегун или гонец Aesch.

Greek Monolingual

-ιος, ὁ, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που βιάζεται καθώς τρέχει, που τρέχει γρήγορα
2. (κατ' επέκτ.) αγγελιαφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τροχ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. τρέχω + κατάλ. -ις (πρβλ. τρόπ-ις: τρέπω, τρόφ-ις: τρέφω)].

Greek Monotonic

τρόχις: ὁ (τρέχω), δρομέας, αγγελιοφόρος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

τρόχις: ὁ, ὁ τρέχων, ἄγγελος, ἀγγελιαφόρος, εἰσορῶ γὰρ τόνδε τὸν Διὸς τρόχιν Αἰσχύλ. Πρ. 941.

Middle Liddell

τρέχω
a runner, messenger, Aesch.

English (Woodhouse)

one who runs with a message

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)