δηλαδή: Difference between revisions
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />très évidemment, de toute évidence, sans doute.<br />'''Étymologie:''' p. δῆλα [[δή]]. | |btext=<i>adv.</i><br />très évidemment, de toute évidence, sans doute.<br />'''Étymologie:''' p. δῆλα [[δή]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δηλαδή [δῆλα, δή] adv., [[natuurlijk]], [[ongetwijfeld]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δηλαδή:''' (тж. δῆλα δή) [[совершенно ясно]], [[очевидно]], [[разумеется]], [[конечно]], [[безусловно]] Soph., Eur., Her., Arph., Plat., Men. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δηλᾰδή:''' ή δῆλαδή, επίρρ., αρκετά [[καθαρά]], πασίδηλα, ξεκάθαρα, εμφανέστατα, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· επίσης ειρων., προφάσιος τῆσδε [[δηλαδή]], με αυτή «[[τάχα]]» την [[πρόφαση]], σε Ηρόδ.· σε απαντήσεις, ναι, [[φυσικά]], [[βεβαίως]], εννοείται, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''δηλᾰδή:''' ή δῆλαδή, επίρρ., αρκετά [[καθαρά]], πασίδηλα, ξεκάθαρα, εμφανέστατα, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· επίσης ειρων., προφάσιος τῆσδε [[δηλαδή]], με αυτή «[[τάχα]]» την [[πρόφαση]], σε Ηρόδ.· σε απαντήσεις, ναι, [[φυσικά]], [[βεβαίως]], εννοείται, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 23:15, 2 October 2022
English (LSJ)
(cf. δῆλος II.4), Adv. clearly, manifestly, Epich.149, S.OT 1501, E.IA1366, Timocl.3 D., etc.: ironically, προφάσιος τῆσδε δηλαδή = on this pretext forsooth, Hdt.4.135: freq. in answers, οὐ πόλλ' ἔνεστι δεινὰ τῷ γήρᾳ κακά;—δηλαδή yes plainly, of course, Ar. V.441: but better written divisim in such phrases as ἢ δῆλα δὴ ὅτι… = ah, but of course…; Pl.Prt.309a, etc.; cf. δῆλα δὴ καὶ ταῦτα = that is clear, too Id.Cri.48b.
Spanish (DGE)
(δηλᾰδή)
adv. claramente, naturalmente, por supuesto - τί δὲ τόδ' ἐστι; - δ. τρίπους - ¿qué es esto? - Está claro que es un trípode Epich.178, cf. Hdt.5.118, S.OT 1501, E.IA 1366, Or.789, Ar.Ec.1157, θεὸς μὲν δ. ἀγαθὴ τύχη τ' ἔνεστιν Timocl.40, cf. Plb.6.11a.3, Plu.2.629c, εἰ δὲ ἑώρων, καὶ ἐπίστευον ἂν δ. ὥσπερ ὑμεῖς si (lo) viera, naturalmente yo también (lo) creería, como vosotros Luc.Philops.30, cf. Gall.13, Aristid.Quint.17.7, Hermog.Stat.1, 38, Id.1.6 (p.251), Philostr.VA 6.5, Im.1.1, Origenes Fr.in Ps.8.6 (p.460), IAphrodisias 1.48.2 (III d.C.), POxy.58.22 (III d.C.), Lib.Ep.1550.2, IG 22.1121.16, 30 (IV d.C.), PFlor.384.53 (V d.C.), Iust.Nou.7.9.1, Cod.Iust.1.3.52.15, 1.4.23
•frec. en respuestas desde luego, por supuesto, sin duda, sí βασιλέως υἱὸν λέγεις <Καρῶν> ἀφῖχθαι; δ. Epig.6.5, cf. Alex.177.6
•ostensiblemente τὸν ἀδελφεὸν ... δ. ἐπιτιμέων Hdt.6.39
•sin duda, evidentemente παρέλαβεν αὐτόν που μεθύοντα δ., οὐκ ὄντ' ἐν ἑαυτοῦ lo agarró sin duda cuando estaba bebido, no en sus cabales Men.Sam.339, cf. 665, Plu.2.115a, Crass.22, Luc.Electr.1, Aristid.Or.47.63
•c. sent. irón. προφάσιος δὲ τῆσδε δ. por este pretexto, por supuesto Hdt.4.135, cf. D.Chr.9.13, (v. tb. s.u. δῆλος, -η, -ον II 5).
German (Pape)
[Seite 560] natürlich, versteht sich, allerdings, oft ironisch; Soph. O. R. 1501; Her. 4, 135 u. Folgde; wo, wie Plat. Prot. init., ὅτι folgt, schreibt man richtiger getrennt δῆλα δή.
French (Bailly abrégé)
adv.
très évidemment, de toute évidence, sans doute.
Étymologie: p. δῆλα δή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δηλαδή [δῆλα, δή] adv., natuurlijk, ongetwijfeld.
Russian (Dvoretsky)
δηλαδή: (тж. δῆλα δή) совершенно ясно, очевидно, разумеется, конечно, безусловно Soph., Eur., Her., Arph., Plat., Men.
Greek (Liddell-Scott)
δηλαδή: (ἀντὶ δῆλα δή, καὶ τινες ἐκδόται οὕτω γράφουσιν), ἐπίρρ., σαφῶς, φανερῶς, προδήλως, ἐμφανῶς, Σοφ. Ο. Τ. 1501, Εὐρ. Ι. Α. 1366, κτλ.·― ὡσαύτως εἰρωνικῶς ὡς τὸ δῆθεν, προφάσιος τῆσδε δηλαδή, μὲ ταύτην «τάχα» τὴν πρόφασιν, Ἡρόδ. 4. 135· ― συχνάκις ἐπὶ ἀποκρίσεων, οὐ πόλλ’ ἔνεστι δεινὰ τῷ γήρᾳ κακά;... δηλαδή, βεβαίως, ἐννοεῖται, Ἀριστοφ. Σφηξ. 441, πρβλ. Πλάτ. Κρίτωνι 48Β, κτλ.·
Greek Monolingual
(AM δηλαδὴ και δῆλα δὴ) επίρρ.
μσν.- νεοελλ.
(ως επεξηγηματικό) ήτοι, τουτέστιν
νεοελλ.
1. (με έννοια συλλογιστική) βεβαίως λοιπόν, είναι λοιπόν φανερό («συνέχεια υπόσχεσαι και ποτέ δεν κρατάς τις υποσχέσεις σου
δηλαδή με ειρωνεύεσαι»)
2. ώστε λοιπόν («δηλαδή πρέπει να φύγω»)
3. (ερωτ.) τί λοιπόν («τί δηλαδή νομίζεις;»)
αρχ.
1. σαφώς, πρόδηλα, φανερά («οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὦ τέκν' ἀλλὰ δηλαδή χέρσους φθαρῆναι κἀγάμους ὑμᾱς χρεών», Σοφ.)
2. (σε αποκρίσεις) βεβαίως, εννοείται («οὐ πόλλ' ἔνεστι δεινὰ τῷ γήρᾳ κακά;» — «δηλαδή», Αριστοφ.)
3. (ειρωνικά) δήθεν, τάχα («προφάσιος τῆσδε δηλαδή», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από τη φράση δήλα (πληθ. ουδ. του δήλος) δη].
Greek Monotonic
δηλᾰδή: ή δῆλαδή, επίρρ., αρκετά καθαρά, πασίδηλα, ξεκάθαρα, εμφανέστατα, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· επίσης ειρων., προφάσιος τῆσδε δηλαδή, με αυτή «τάχα» την πρόφαση, σε Ηρόδ.· σε απαντήσεις, ναι, φυσικά, βεβαίως, εννοείται, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
[δῆλα δή, as adv.]
quite clearly, manifestly, Soph., Eur., etc.:—also iron., προφάσιος τῆσδε δηλαδή on this pretext forsooth, Hdt.:—in answers, yes of course, Ar.