περιφεύγω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=parvenir à fuir, à échapper à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[φεύγω]].
|btext=parvenir à fuir, à échapper à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[φεύγω]].
}}
{{elnl
|elnltext=περι-φεύγω ontkomen, ontsnappen. voorzichtig zijn.:
}}
{{elru
|elrutext='''περιφεύγω:''' [[убегать]], [[ускользать]]: πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε избежав (вдвоем) этой войны; ἀριθμὸν π. Pind. ускользать от счета, т. е. быть неисчислимым; π. τὴν φθοράν Plat. спастись от гибели.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]], [[διαφεύγω]], [[δραπετεύω]], με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· [[ψάμμος]] ἀριθμὸν περ., η [[άμμος]] αναπαριστά την απαρίθμησή [[σου]], σε Πίνδ.· απόλ., [[ξεφεύγω]] από την [[αρρώστια]], σε Δημ.
|lsmtext='''περιφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]], [[διαφεύγω]], [[δραπετεύω]], με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· [[ψάμμος]] ἀριθμὸν περ., η [[άμμος]] αναπαριστά την απαρίθμησή [[σου]], σε Πίνδ.· απόλ., [[ξεφεύγω]] από την [[αρρώστια]], σε Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=περι-φεύγω ontkomen, ontsnappen. voorzichtig zijn.:
}}
{{elru
|elrutext='''περιφεύγω:''' [[убегать]], [[ускользать]]: πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε избежав (вдвоем) этой войны; ἀριθμὸν π. Pind. ускользать от счета, т. е. быть неисчислимым; π. τὴν φθοράν Plat. спастись от гибели.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[φεύξομαι]]<br />to [[flee]] from, [[escape]] from, c. acc., Il.; [[ψάμμος]] ἀριθμὸν π. the [[sand]] mocks thy numbering, Pind.:—absol. to [[escape]] from [[illness]], Dem.
|mdlsjtxt=fut. -[[φεύξομαι]]<br />to [[flee]] from, [[escape]] from, c. acc., Il.; [[ψάμμος]] ἀριθμὸν π. the [[sand]] mocks thy numbering, Pind.:—absol. to [[escape]] from [[illness]], Dem.
}}
}}

Revision as of 23:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφεύγω Medium diacritics: περιφεύγω Low diacritics: περιφεύγω Capitals: ΠΕΡΙΦΕΥΓΩ
Transliteration A: peripheúgō Transliteration B: peripheugō Transliteration C: perifeygo Beta Code: perifeu/gw

English (LSJ)

A flee from, escape, πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε Il.12.322; ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν the sand escapes thy numbering, Pi.O.2.98; π. τὴν φθοράν Pl.Lg.677b; ῥαθυμίας Men.Mon.467; ἔφοδον, πῦρ π., Plu.2.171e. 2 abs., escape from illness, come out of it alive, D.54.1, 28; π. ἐκ [κυναγχέων] v.l. in Hp.Prog.23, cf. Arist.HA604a10. 3 avoid especially, ὅπως μὴ… ἔσται Hp.Fract.48.

German (Pape)

[Seite 599] (s. φεύγω), entfliehen, entkommen, vermeiden; in tmesi, πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε, Il. 12, 322; c. accus., ψάμμος ἀριθμὸν περιφεύγει, der Sand flieht die Zahl, läßt sich nicht zählen, Pind. Ol. 2, 108, περιφυγόντες τὴν φθοράν, Plat. Legg. III, 677 b, Dem. 54, 1 u. öfter, u. Sp.

French (Bailly abrégé)

parvenir à fuir, à échapper à, acc..
Étymologie: περί, φεύγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-φεύγω ontkomen, ontsnappen. voorzichtig zijn.:

Russian (Dvoretsky)

περιφεύγω: убегать, ускользать: πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε избежав (вдвоем) этой войны; ἀριθμὸν π. Pind. ускользать от счета, т. е. быть неисчислимым; π. τὴν φθοράν Plat. спастись от гибели.

Greek (Liddell-Scott)

περιφεύγω: μέλλ. -φεύξομαι, ἐκφεύγω, διαφεύγω, πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε Ἰλ. Μ. 322˙ ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, ἐκφεύγει ἀπαρίθμησιν, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀριθμηθῇ, Πινδ. Ο. 2. 178˙ π. τὴν φθορὰν Πλάτ. Νόμ. 677Β˙ ῥᾳθυμίαν Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 467˙ πῦρ, ἔφοδον π. Πλούτ. 2 171Ε, κτλ.˙ ― ἰδίως, ἀποφεύγω, περιφεύγειν δὲ χρὴ ἐν τῇ ἐπιδέσει ὅκως μὴ κατὰ τὴν καμπὴν πολλῷ τοῦ ὀθονίου ἠθροισμένον ἔσται ἐκ τῶν δυνατῶν Ἱππ. Ἀγμ. 779. 2) ἀπολ., ὡς τὸ περιγίνομαι, ὥστε μήτε τοὺς οἰκείους, μήτε τῶν ἰατρῶν μηδένα προσδοκᾶν περιφευξεῖσθαί με Δημ. 1256. 4., 1265. 24˙ περ. ἐκ νόσου Ἱππ. Προγν. 45, 14, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 22, 2.

English (Slater)

περιφεύγω elude met. ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν (O. 2.98)

Greek Monolingual

Α
ξεφεύγω, διαφεύγω.

Greek Monotonic

περιφεύγω: μέλ. -φεύξομαι, διαφεύγω, δραπετεύω, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ψάμμος ἀριθμὸν περ., η άμμος αναπαριστά την απαρίθμησή σου, σε Πίνδ.· απόλ., ξεφεύγω από την αρρώστια, σε Δημ.

Middle Liddell

fut. -φεύξομαι
to flee from, escape from, c. acc., Il.; ψάμμος ἀριθμὸν π. the sand mocks thy numbering, Pind.:—absol. to escape from illness, Dem.