πτερύσσομαι: Difference between revisions

From LSJ

μηδείς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω μου τὴν στέγην → let no one ignorant of geometry come under my roof

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=battre des ailes pour prendre son essor.<br />'''Étymologie:''' [[πτέρυξ]].
|btext=battre des ailes pour prendre son essor.<br />'''Étymologie:''' [[πτέρυξ]].
}}
{{elnl
|elnltext=πτερύσσομαι [πτέρυξ] klapwieken.
}}
{{elru
|elrutext='''πτερύσσομαι:''' атт. [[πτερύττομαι]] хлопать крыльями Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πτερύσσομαι:''' Αττ. -ττομαι, μέλ. <i>-ξόμαι</i>, αποθ., [[χτυπώ]] τα φτερά μου όπως ο [[πετεινός]] όταν λαλεί, σε Βάβρ., Λουκ.
|lsmtext='''πτερύσσομαι:''' Αττ. -ττομαι, μέλ. <i>-ξόμαι</i>, αποθ., [[χτυπώ]] τα φτερά μου όπως ο [[πετεινός]] όταν λαλεί, σε Βάβρ., Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=πτερύσσομαι [πτέρυξ] klapwieken.
}}
{{elru
|elrutext='''πτερύσσομαι:''' атт. [[πτερύττομαι]] хлопать крыльями Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πτερύσσομαι]],<br />[[attic]] -ττομαι, fut. ξομαι, Dep. to [[clap]] the wings like a [[cock]] crowing, Babr., Luc.
|mdlsjtxt=[[πτερύσσομαι]],<br />[[attic]] -ττομαι, fut. ξομαι, Dep. to [[clap]] the wings like a [[cock]] crowing, Babr., Luc.
}}
}}

Revision as of 23:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτερύσσομαι Medium diacritics: πτερύσσομαι Low diacritics: πτερύσσομαι Capitals: ΠΤΕΡΥΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: pterýssomai Transliteration B: pteryssomai Transliteration C: pteryssomai Beta Code: pteru/ssomai

English (LSJ)

Att. πτερύττομαι, fut. πτερύξομαι, A flutter, flap the wings like a cock crowing, Babr.65.6, Luc.VH2.41, Ael.NA7.7, etc.; ἐπτερύσσετο shd. perhaps be restd. for ἀπτ- in Archil.49 Diehl. II metaph., triumph, exult, Diph.61.6. 2 become full-fledged, spread one's wings for flight, of the soul, Ph.2.32, al.

German (Pape)

[Seite 809] med., vgl. διαπτ., die Flügel bewegen, Luc. Icarom. 14, die Flügel schwin., en, mit den Flügeln schlagen, wie die jungen Vögel, die fliegen wollen, od. der krähende Hahn, καὶ φρυάσσομαι, Ael. H. A. 7, 7; übertr. vrbdt Diphil. bei Ath. VI, 236 c γέγηθα καὶ χαίρω τε καὶ πτερύσσομαι.

French (Bailly abrégé)

battre des ailes pour prendre son essor.
Étymologie: πτέρυξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτερύσσομαι [πτέρυξ] klapwieken.

Russian (Dvoretsky)

πτερύσσομαι: атт. πτερύττομαι хлопать крыльями Luc.

Greek (Liddell-Scott)

πτερύσσομαι: Ἀττ. -ττομαι, μέλλ. -ξομαι, ἀποθ., κινῶ τὰς πτέρυγας μετὰ ταχύτητος, κτυπῶ αὐτὰς ὡς ὁ ἀλεκτρυὼν ὅταν κράζῃ, Βαβρ. 65. 6, Αἰλ. π. Ζ. 7.7, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 41, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πτερύσσεται· τὰ πτερὰ τινάσσει, πέτεται». ΙΙ. μεταφορ., γένηθα καὶ χαίρω καὶ πτερύσσομαι, πετῶ ἀπὸ τὴν χαράν μου, Δίφιλ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 2, Φίλων 2. 418.

Greek Monolingual

ΜΑ πτέρυξ, -υγος]
(για συναισθήματα, κυρίως χαράς) φτερουγίζω, πετώ από χαρά
αρχ.
1. κινώ με ταχύτητα τα φτερά μου, φτεροκοπώ
2. τεντώνω τα φτερά μου για να πετάξω.

Greek Monotonic

πτερύσσομαι: Αττ. -ττομαι, μέλ. -ξόμαι, αποθ., χτυπώ τα φτερά μου όπως ο πετεινός όταν λαλεί, σε Βάβρ., Λουκ.

Middle Liddell

πτερύσσομαι,
attic -ττομαι, fut. ξομαι, Dep. to clap the wings like a cock crowing, Babr., Luc.