σύγκρατος: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> mélangé, uni;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> fortement uni.<br />'''Étymologie:''' [[συγκεράννυμι]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> mélangé, uni;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> fortement uni.<br />'''Étymologie:''' [[συγκεράννυμι]].
}}
{{elnl
|elnltext=σύγκρᾱτος -ον [συγκεράννυμι] gemengd; overdr.. τόδε σύγκρατον ζεῦγος dat nauwverbonden paar Eur. Andr. 495.
}}
{{elru
|elrutext='''σύγκρᾱτος:''' [adj. verb. к [[συγκεράννυμι]]<br /><b class="num">1)</b> [[смешанный]] Luc.;<br /><b class="num">2)</b> [[крепко соединенный]], [[тесно связанный]] ([[ζεῦγος]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύγκρᾱτος:''' -ον ([[κεράννυμι]]), αυτός που έχει αναμιχθεί με κάποιον [[άλλο]], [[ανάμεικτος]], ανακατωμένος, αυτός που είναι [[στενά]] συνδεδεμένος με, σε Ευρ.
|lsmtext='''σύγκρᾱτος:''' -ον ([[κεράννυμι]]), αυτός που έχει αναμιχθεί με κάποιον [[άλλο]], [[ανάμεικτος]], ανακατωμένος, αυτός που είναι [[στενά]] συνδεδεμένος με, σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=σύγκρᾱτος -ον [συγκεράννυμι] gemengd; overdr.. τόδε σύγκρατον ζεῦγος dat nauwverbonden paar Eur. Andr. 495.
}}
{{elru
|elrutext='''σύγκρᾱτος:''' [adj. verb. к [[συγκεράννυμι]]<br /><b class="num">1)</b> [[смешанный]] Luc.;<br /><b class="num">2)</b> [[крепко соединенный]], [[тесно связанный]] ([[ζεῦγος]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σύγ-κρᾱτος, ον, [[κεράννυμι]]<br />[[mixed]] [[together]], [[closely]] united, Eur.
|mdlsjtxt=σύγ-κρᾱτος, ον, [[κεράννυμι]]<br />[[mixed]] [[together]], [[closely]] united, Eur.
}}
}}

Revision as of 00:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκρᾱτος Medium diacritics: σύγκρατος Low diacritics: σύγκρατος Capitals: ΣΥΓΚΡΑΤΟΣ
Transliteration A: sýnkratos Transliteration B: synkratos Transliteration C: sygkratos Beta Code: su/gkratos

English (LSJ)

ον, mixed together, Luc.Am.12, Hld.3.15; closely united, σ. ζεῦγος E.Andr.495 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 969] zusammengemischt, Luc. am. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 mélangé, uni;
2 fig. fortement uni.
Étymologie: συγκεράννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύγκρᾱτος -ον [συγκεράννυμι] gemengd; overdr.. τόδε σύγκρατον ζεῦγος dat nauwverbonden paar Eur. Andr. 495.

Russian (Dvoretsky)

σύγκρᾱτος: [adj. verb. к συγκεράννυμι
1) смешанный Luc.;
2) крепко соединенный, тесно связанный (ζεῦγος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

σύγκρᾱτος: -ον, συμμεμιγμένος, ἀνάμικτος, Λουκ. Ἔρωτ. 12, Ἡλιόδ. 3. 15, κτλ.· στενῶς ἡνωμένος, συνδεδεμένος, σ. ζεῦγος Εὐρ. Ἀνδρ. 494.

Greek Monolingual

(I)
-ον, Α
1. ανάμικτος
2. στενά συνδεδεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κράτος (< θ. κρατού κεράννυμι «αναμιγνύω», πρβλ. αόρ. β' -κρά-θην), πρβλ. εὔ-κρατος].
(II)
-η, -ο, Ν συγκρατώ
(στον Ερωτόκρ.) (για μικρά ή λεπτά πράγματα) αυτός που κρατιέται σε δεμάτι («κόβγει και ρίχνει τσι [πλεξούδες] σύγκρατες δίχως πόνο»).
(III)
-η, -ο, Ν
(ιδιωμ. τ.) αναμεμιγμένος με κρέας.

Greek Monotonic

σύγκρᾱτος: -ον (κεράννυμι), αυτός που έχει αναμιχθεί με κάποιον άλλο, ανάμεικτος, ανακατωμένος, αυτός που είναι στενά συνδεδεμένος με, σε Ευρ.

Middle Liddell

σύγ-κρᾱτος, ον, κεράννυμι
mixed together, closely united, Eur.