ἀλέξημα: Difference between revisions
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />défense, secours.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλέξω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />défense, secours.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλέξω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[ἀλέξημα]] -ατος, τό [[ἀλέξω]] remedie, geneesmiddel. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλέξημα:''' ατος (ᾰλ) τό защита, средство спасения: εἴ τις ἐς νόσον πέσοι, οὐκ ἦν ἀ. [[οὐδέν]] Aesch. если кто-л. заболевал, спасения не было. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλέξημα:''' -ατος, τό ([[ἀλέξω]]), [[υπεράσπιση]], [[προστασία]], [[βοήθεια]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀλέξημα:''' -ατος, τό ([[ἀλέξω]]), [[υπεράσπιση]], [[προστασία]], [[βοήθεια]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀλέξω]]<br />a [[defence]], [[remedy]], Aesch. | |mdlsjtxt=[[ἀλέξω]]<br />a [[defence]], [[remedy]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, defence, guard, help, A.Pr.479: c. gen., remedy for, ὀδύνης Hp.Mul.2.212; protection against, κρύους καὶ θάλπους Gal.UP12.3; ὑπονοίας Longin. 17.2; ἀ. πρός τι D.H.7.13, Paus.10.18.3.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
1 medic. remedio εἴ τις εἰς νόσον πέσοι, οὐκ ἦν ἀλέξημ' οὐδέν A.Pr.479, c. gen. ὀδύνης Hp.Mul.2.212, κρύους καὶ θάλπους Gal.4.8, ἐς δίψαν Paus.10.18.3, cf. Phot.α 921.
2 gener. protección, precaución οὐκ ... προὐμηχανήσαντο τὰ πρὸς τὴν συμφορὰν ἀλεξήματα D.H.7.13, τῆς ὑπονοίας Longin.17.2, cf. Synes.Prouid.2.1, Sch.Pi.P.10.79c.
German (Pape)
[Seite 92] τό, Schutz-, Heilmittel, Aesch. Pr. 477; Dion. H. τὰ πρὸς τὴν συμφορὰν ἀλ. 7, 13, u. sonst.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
défense, secours.
Étymologie: ἀλέξω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλέξημα -ατος, τό ἀλέξω remedie, geneesmiddel.
Russian (Dvoretsky)
ἀλέξημα: ατος (ᾰλ) τό защита, средство спасения: εἴ τις ἐς νόσον πέσοι, οὐκ ἦν ἀ. οὐδέν Aesch. если кто-л. заболевал, спасения не было.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλέξημα: -ατος, τό, (ἀλέξω) ὑπεράσπισις, προστασία, βοήθεια, Αἰσχύλ. Πρ. 479· ἀλ. πρός τι, ὑπεράσπισις κατά τινος, Διον. Ἁλ. 7. 13.
Greek Monolingual
ἀλέξημα, το (Α)
1. κάθε αμυντικό ή προφυλακτικό μέσο, υπεράσπιση, προστασία, βοήθεια
2. θεραπευτικό μέσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με -η- θέμα του ρημ. ἀλέξω, πρβλ. και μέλλ. ἀλεξήσω].
Greek Monotonic
ἀλέξημα: -ατος, τό (ἀλέξω), υπεράσπιση, προστασία, βοήθεια, σε Αισχύλ.