αἰθέριος: Difference between revisions
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />qui s'avance, s'élève <i>ou</i> brille dans les airs ; αἰθέριον [[κίνυγμα]] ESCHL figure suspendue dans les airs.<br />'''Étymologie:''' [[αἰθήρ]]. | |btext=α, ον :<br />qui s'avance, s'élève <i>ou</i> brille dans les airs ; αἰθέριον [[κίνυγμα]] ESCHL figure suspendue dans les airs.<br />'''Étymologie:''' [[αἰθήρ]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[αἰθέριος]] -α -ον [[αἰθήρ]] in of van de hemel, lucht:; [[διά]] … αἰθερίας … πλακός door de hemelse vlakte Eur. El. 1349; αἰθερίαν … φύσιν de hemelse natuur Parm. B 10.1; pred.: αἰθερία … ἀνέπτα ze is de lucht in gevlogen Eur. Med. 440. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰθέριος:''' 3, редко<br /><b class="num">1)</b> [[эфирный]], [[воздушный]] ([[φύσις]] Arst.; [[πῦρ]], [[ὕδωρ]] Plut.): αἰθέριον [[μένος]] Plut. напор воздуха;<br /><b class="num">2)</b> [[высоко вздымающийся]] ([[κόνις]] Aesch.; [[πέτρα]] Eur.); высоко парящий, небесный (νεφέλαι Soph.; [[νέφος]] Arph.): πάλλειν πόδ᾽ ἀρθέριον Eur. высоко поднимать ногу (в пляске), плясать; ἔρρ᾽ αἰ! Eur. поднимись на воздух!, т. е. прочь!, долой! | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰθέριος:''' -α, -ον, επίσης, <i>-ος</i>, <i>-ον</i> ([[αἰθήρ]]), αυτός που ανήκει ή είναι μέσα στο ανώτατο [[στρώμα]] αέρα, αυτός που βρίσκεται [[ψηλά]] στον αέρα, αυτός που βρίσκεται στα ύψη, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· <i>αἰθερία ἀνέπτα</i>, υψώθηκε στον αέρα πετώντας, σε Ευρ. | |lsmtext='''αἰθέριος:''' -α, -ον, επίσης, <i>-ος</i>, <i>-ον</i> ([[αἰθήρ]]), αυτός που ανήκει ή είναι μέσα στο ανώτατο [[στρώμα]] αέρα, αυτός που βρίσκεται [[ψηλά]] στον αέρα, αυτός που βρίσκεται στα ύψη, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· <i>αἰθερία ἀνέπτα</i>, υψώθηκε στον αέρα πετώντας, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[αἰθήρ]]<br />of or in the [[upper]] air, [[high]] in air, on [[high]], Aesch., Soph., etc.; αἰθερία ἀνέπτα flew up [[into]] the air, Eur. | |mdlsjtxt=[[αἰθήρ]]<br />of or in the [[upper]] air, [[high]] in air, on [[high]], Aesch., Soph., etc.; αἰθερία ἀνέπτα flew up [[into]] the air, Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:59, 3 October 2022
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον E.Fr.839.10, Arist.Mu.392a31:—A of αἰθήρ or the upper air, hence, 1 high in air, on high, A.Pr.158 (anap.), Th.81, S.OC1082, etc.; αἰθερία ἀνέπτα flew up into the air, E.Med. 440, cf. Andr. 830; αἰ. γῆ, of the moon, Pythag. ap. Simp.in Cael.511.26: epithet of Zeus, Arist.Mu.401a17. 2 ethereal, heavenly, φύσις Parm.10.1; οἱ αἰ. Hierocl.in CA 27 P.484M.; γονή E.Fr.l.c. Adv. -ίως Iamb.Myst.1.9.—Trag. only in lyr.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui s'avance, s'élève ou brille dans les airs ; αἰθέριον κίνυγμα ESCHL figure suspendue dans les airs.
Étymologie: αἰθήρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰθέριος -α -ον αἰθήρ in of van de hemel, lucht:; διά … αἰθερίας … πλακός door de hemelse vlakte Eur. El. 1349; αἰθερίαν … φύσιν de hemelse natuur Parm. B 10.1; pred.: αἰθερία … ἀνέπτα ze is de lucht in gevlogen Eur. Med. 440.
Russian (Dvoretsky)
αἰθέριος: 3, редко
1) эфирный, воздушный (φύσις Arst.; πῦρ, ὕδωρ Plut.): αἰθέριον μένος Plut. напор воздуха;
2) высоко вздымающийся (κόνις Aesch.; πέτρα Eur.); высоко парящий, небесный (νεφέλαι Soph.; νέφος Arph.): πάλλειν πόδ᾽ ἀρθέριον Eur. высоко поднимать ногу (в пляске), плясать; ἔρρ᾽ αἰ! Eur. поднимись на воздух!, т. е. прочь!, долой!
Greek (Liddell-Scott)
αἰθέριος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Εὐρ. Ἀποσπ. 836. Ἐκ του αἰθέρος, ἤτοι τοῦ ἀνωτάτου στρώματος τοῦ ἀέρος, καὶ ἑπομένως· 1) ὑψηλὰ ἐν τῷ ἀέρι, ἐν τῷ ὕψει, Αἰσχύλ. Πρ. 157, Θ. 81, Σοφ. Ο. Κ. 1082 κτλ.· αἰθερία ἀνέπτα, ἀνυψώθη εἰς τὸν ἀέρα ἱπταμένη, Εὐρ. Μήδ. 440. Πρβλ. Ἀνδρ. 830. 2) αἰθέριος, οὐράνιος, γονή, Εὐρ. Ἀποσπ. ἔνθ. ἀνωτ. - Ἐπίρρ. -ίως, Ἰαμβλ. Μυστ. 1. 9. Παρὰ Τραγικοῖς ἐν χρήσει μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις. Ὡσαύτως ἐν Ἀριστ. Κόσμ. 2, 10., 7, 2.
English (Slater)
αἰθέριος ]σφιν ἔγειρον[ ]αἰθέρἰ ἑλικ[ (Snell: αἰθέρι Zuntz.) Πα. 13a. 18.
Greek Monotonic
αἰθέριος: -α, -ον, επίσης, -ος, -ον (αἰθήρ), αυτός που ανήκει ή είναι μέσα στο ανώτατο στρώμα αέρα, αυτός που βρίσκεται ψηλά στον αέρα, αυτός που βρίσκεται στα ύψη, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· αἰθερία ἀνέπτα, υψώθηκε στον αέρα πετώντας, σε Ευρ.
Middle Liddell
αἰθήρ
of or in the upper air, high in air, on high, Aesch., Soph., etc.; αἰθερία ἀνέπτα flew up into the air, Eur.