ἀλήμων: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον, <i>gén.</i> ονος;<br />errant, vagabond.<br />'''Étymologie:''' [[ἄλη]].
|btext=ων, ον, <i>gén.</i> ονος;<br />errant, vagabond.<br />'''Étymologie:''' [[ἄλη]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἀλήμων]] -ονος, ὁ [[ἀλάομαι]] zwerver; als specificatie bij [[ἀνήρ]]:. ἀλήμονες [[ἄνδρες]] zwervers Od. 19.74.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλήμων:''' ονος (ᾰ) ὁ странник, скиталец, бродяга (πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες [[ἄνδρες]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλήμων:''' [ᾰ], -ονος, ὁ, ἡ, ([[ἀλάομαι]]), περιπλανώμενος, [[ταξιδευτής]], [[πλάνης]], σε Ομήρ. Οδ., Ανθ.
|lsmtext='''ἀλήμων:''' [ᾰ], -ονος, ὁ, ἡ, ([[ἀλάομαι]]), περιπλανώμενος, [[ταξιδευτής]], [[πλάνης]], σε Ομήρ. Οδ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλήμων:''' ονος (ᾰ) ὁ странник, скиталец, бродяга (πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες [[ἄνδρες]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀλάομαι]]<br />a [[wanderer]], [[rover]], Od., Anth.
|mdlsjtxt=[[ἀλάομαι]]<br />a [[wanderer]], [[rover]], Od., Anth.
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἀλήμων]] -ονος, ὁ [[ἀλάομαι]] zwerver; als specificatie bij [[ἀνήρ]]:. ἀλήμονες [[ἄνδρες]] zwervers Od. 19.74.
}}
}}

Revision as of 11:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλήμων Medium diacritics: ἀλήμων Low diacritics: αλήμων Capitals: ΑΛΗΜΩΝ
Transliteration A: alḗmōn Transliteration B: alēmōn Transliteration C: alimon Beta Code: a)lh/mwn

English (LSJ)

[ᾰ], ονος, ὁ, ἡ, (ἀλάομαι) wanderer, rover, ἀλήμονες ἄνδρες Od.19.74; of planets, AP9.25 (Leon.): abs., Od.17.376.—Ep. word.

German (Pape)

[Seite 95] ονος, ὁ, der Landstreicher, Hom. zweimal, Od. 19, 74 πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες ἄνδρες, 17, 376 ἦ οὐχ ἅλις ἧμιν ἀλήμονές εἰσι καὶ ἄλλοι, πτωχοὶ ἀνιηροί, δαιτῶν ἀπολυμαντῆρες; – Sp. D.; – Adj. Col. 210 κέλευθος ἀλ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον, gén. ονος;
errant, vagabond.
Étymologie: ἄλη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλήμων -ονος, ὁ ἀλάομαι zwerver; als specificatie bij ἀνήρ:. ἀλήμονες ἄνδρες zwervers Od. 19.74.

Russian (Dvoretsky)

ἀλήμων: ονος (ᾰ) ὁ странник, скиталец, бродяга (πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες ἄνδρες Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλήμων: [ᾰ], -ονος, ὁ, ἡ, (ἀλάομαι) ἀλήτης, πλάνης, ἀλήμονες ἄνδρες, Ὀδ. Τ. 74· περὶ πλανητῶν ἀστέρ., Ἀνθ. Π. 9. 25, καὶ ἀπολ., Ὀδ. Ρ. 376. Λέξις Ἐπ.

English (Autenrieth)

ονος (ἀλάομαι): roving, wandering, wanderer.

Greek Monolingual

ἀλήμων (-ονος), ο, η (Α)
1. αυτός που περιπλανιέται εδώ κι εκεί, πλάνητας
2. αυτός που παρεκτράπηκε, αμαρτωλός, αλήτης
3. πειρατής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλῶμαι «περιπλανώμαι».
ΠΑΡ. αρχ. ἀλημοσύνη.

Greek Monotonic

ἀλήμων: [ᾰ], -ονος, ὁ, ἡ, (ἀλάομαι), περιπλανώμενος, ταξιδευτής, πλάνης, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ.

Middle Liddell

ἀλάομαι
a wanderer, rover, Od., Anth.