Σαρδώ: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦς (ἡ) :<br />Sardaigne.<br />'''Étymologie:'''.
|btext=οῦς (ἡ) :<br />Sardaigne.<br />'''Étymologie:'''.
}}
{{elru
|elrutext='''Σαρδώ:''' οῦς и Polyb. όνος ἡ Сардиния (остров в Средиземном море) Her., Arph., Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Σαρδώ:''' ἡ, γεν. <i>-όος</i>, συνηρ. <i>-οῦς</i>, δοτ. <i>-οῖ</i>, το [[νησί]] της Σαρδηνίας, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· οι πλάγιες πτώσεις μερικές φορές έχουν ως [[εξής]]· <i>Σαρδόνος</i>, <i>-όνι</i>, <i>-όνα</i> (όπως αν προερχόταν από τύπο <i>Σαρδών</i>), σε Πολύβ.· επίθ. [[Σαρδόνιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i> και [[Σαρδονικός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''Σαρδώ:''' ἡ, γεν. <i>-όος</i>, συνηρ. <i>-οῦς</i>, δοτ. <i>-οῖ</i>, το [[νησί]] της Σαρδηνίας, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· οι πλάγιες πτώσεις μερικές φορές έχουν ως [[εξής]]· <i>Σαρδόνος</i>, <i>-όνι</i>, <i>-όνα</i> (όπως αν προερχόταν από τύπο <i>Σαρδών</i>), σε Πολύβ.· επίθ. [[Σαρδόνιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i> και [[Σαρδονικός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''Σαρδώ:''' οῦς и Polyb. όνος ἡ Сардиния (остров в Средиземном море) Her., Arph., Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[Sardinia]], Hdt., Ar.; the obl. cases are [[sometimes]] Σαρδόνος, -όνι, -όνα (as if from Σαρδών), Polyb.:—adj. [[Σαρδόνιος]], η, ον, and [[Σαρδονικός]], ή, όν, Hdt.
|mdlsjtxt=<br />[[Sardinia]], Hdt., Ar.; the obl. cases are [[sometimes]] Σαρδόνος, -όνι, -όνα (as if from Σαρδών), Polyb.:—adj. [[Σαρδόνιος]], η, ον, and [[Σαρδονικός]], ή, όν, Hdt.
}}
}}

Revision as of 12:21, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σαρδώ Medium diacritics: Σαρδώ Low diacritics: Σαρδώ Capitals: ΣΑΡΔΩ
Transliteration A: Sardṓ Transliteration B: Sardō Transliteration C: Sardo Beta Code: *sardw/

English (LSJ)

ἡ, gen. όος contr. οῦς, dat. οῖ, Sardinia, Hdt.1.170, Ar.V. 700; the obl. cases are sometimes Σαρδόνος, -όνι, -όνα (as if from Σαρδών), Plb.1.24.5 sq., 1.79.1, etc.; Σαρδῶνος is f.l. in Str.2.4.3: a nom. Σαρδώνη in Hsch.(s.v.l.).-Hence Adj. Σαρδόνιος, Hdt.1.166, Theoc. 16.86; cf. σαρδάνιος (hence Σαρδονία
A = Σαρδώ, CIG2509.14):—also Σαρδονικός, Hdt.2.105, Arist.Mete..354a21, Poll.5.26: Σαρδώνιος, Str.2.4.3, 2.5.19, etc.; Σαρδωνικός, Lyc.796; Σαρδῷος, Σαρδῴα, Σαρδῷον, Plb. 1.42.6, etc.:—Σαρδοί, οἱ, the Sardinians, D.S.21.16; Σαρδῷοι Plb.1. 88.9; γῆς τῆς λεγομένης σάρδης,= Lat. Sarda, a kind of fuller's earth from Sardinia, Gal.13.734, cf. Plin.HN35.196.
II a precious stone, prob. = σάρδιον or σαρδόνυξ, Luc.Dom.15, Philostr.Im.1.6.

French (Bailly abrégé)

οῦς (ἡ) :
Sardaigne.
Étymologie:.

Russian (Dvoretsky)

Σαρδώ: οῦς и Polyb. όνος ἡ Сардиния (остров в Средиземном море) Her., Arph., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

Σαρδώ: ἡ, γεν. όος, συνῃρ. οῦς, δοτικ. οῖ, ἡ «Σαρδινία», Ἡρόδ. 1. 170, Ἀριστοφ. Σφ. 700· αἱ πλάγιαι πτώσεις ἐνίοτε φέρονται Σαρδόνος, -όνι, -όνα (οἱονεὶ ἐξ ὀνομ. Σαρδών). Πολυβ. 1. 24, 5 κἑξ., 1. 79, 1, κτλ.· Σαρδῶνος εἶναι πιθαν. πλημμελὴς γραφ. παρὰ Στράβ. 106· ὀνομ. Σαρδώνη παρ’ Ἡσύχ. - Ἐντεῦθεν ἐπίθετ. Σαρδόνιος, Ἡρόδ. 1. 166, Θεόκρ. 16. 86· πρβλ. σαρδάνιος· (ἐντεῦθεν Σαρδονία, = Σαρδώ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2509. 14)· -ὡσαύτως Σαρδονικός, Ἡρόδ. 2. 105, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 11, Πολυδ. Ε΄, 26· Σαρδώνιος, Στράβ. 106, 122, κτλ.· (ἀλλὰ Σαρδωνικὸς εἶναι πιθανῶς πλημμελὴς γραφὴ παρὰ τῷ Λυκόφρ. 796, Πολυδ. Ζ΄, 77· παρ’ Ἡσύχ. Σαρδῷος, ῴα, ῷον, Πολυβ. 1. 42, 6, κτλ.· - Σαρδοί, οἱ, οἱ κάτοικοι τῆς Σαρδοῦς, Διοδ. Ἐκλογ. 491. 10, ἀλλ’ ἴδε Schweigh. εἰς Πολύβ. 26. 7, 1· Σαρδῷοι ὁ αὐτ. 1. 88, 9. ΙΙ. πολύτιμός τις λίθος, ἴσως ὁ αὐτὸς καὶ σάρδιον ἢ ὁ σαρδόνυξ, Φιλόστρ. 770, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 187.

Greek Monolingual

-όος και -οῦς, και, κατά τον Ησύχ., Σαρδώνη, ἡ, Α
η Σαρδηνία.

Greek Monotonic

Σαρδώ: ἡ, γεν. -όος, συνηρ. -οῦς, δοτ. -οῖ, το νησί της Σαρδηνίας, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· οι πλάγιες πτώσεις μερικές φορές έχουν ως εξής· Σαρδόνος, -όνι, -όνα (όπως αν προερχόταν από τύπο Σαρδών), σε Πολύβ.· επίθ. Σαρδόνιος, , -ον και Σαρδονικός, , -όν, σε Ηρόδ.

Middle Liddell


Sardinia, Hdt., Ar.; the obl. cases are sometimes Σαρδόνος, -όνι, -όνα (as if from Σαρδών), Polyb.:—adj. Σαρδόνιος, η, ον, and Σαρδονικός, ή, όν, Hdt.