αὐτουργία: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> travail qu’on fait soi-même, travail personnel;<br /><b>2</b> meurtre sur soi-même <i>ou</i> sur les siens.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτουργός]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> travail qu’on fait soi-même, travail personnel;<br /><b>2</b> meurtre sur soi-même <i>ou</i> sur les siens.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτουργός]].
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτουργία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[личный труд]] Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[личный опыт]]: τὰ ἐξ αὐτουργίας Polyb. данные собственного опыта;<br /><b class="num">3)</b> [[убийство близких]] Aesch.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτουργία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> το να κάνει [[κανείς]] [[κάτι]] σε κάποιον με τα [[ίδια]] του χέρια, δηλ. αυτός που σκοτώνει τον εαυτό του ή κάποιο συγγενή του, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> προσωπική [[εργασία]], αντίθ. προς την [[εργασία]] των [[δούλων]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''αὐτουργία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> το να κάνει [[κανείς]] [[κάτι]] σε κάποιον με τα [[ίδια]] του χέρια, δηλ. αυτός που σκοτώνει τον εαυτό του ή κάποιο συγγενή του, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> προσωπική [[εργασία]], αντίθ. προς την [[εργασία]] των [[δούλων]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτουργία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[личный труд]] Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[личный опыт]]: τὰ ἐξ αὐτουργίας Polyb. данные собственного опыта;<br /><b class="num">3)</b> [[убийство близких]] Aesch.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[From [[αὐτουργός]]<br /><b class="num">I.</b> a [[working]] on [[oneself]], i. e. [[self]]-[[murder]] or the [[murder]] of one's own kin, Aesch.<br /><b class="num">II.</b> [[personal]] [[labour]], opp. to [[slave]]-[[labour]], Plut.
|mdlsjtxt=[From [[αὐτουργός]]<br /><b class="num">I.</b> a [[working]] on [[oneself]], i. e. [[self]]-[[murder]] or the [[murder]] of one's own kin, Aesch.<br /><b class="num">II.</b> [[personal]] [[labour]], opp. to [[slave]]-[[labour]], Plut.
}}
}}

Revision as of 12:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτουργία Medium diacritics: αὐτουργία Low diacritics: αυτουργία Capitals: ΑΥΤΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: autourgía Transliteration B: autourgia Transliteration C: aftourgia Beta Code: au)tourgi/a

English (LSJ)

ἡ, A working on oneself, i. e. self-murder or murder of kin, A.Eu.336 (lyr., pl.). II personal labour, opp. slave-labour, Plb.4.21.1, Plu.Cat.Ma.1, Porph.Marc.34. 2 farming oneself, PLips.97 xxvii 10 (iv A. D.). III experience, Plb.9.14.4.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I crimen dentro de la propia familia A.Eu.336.
II 1trabajo personal op. al trabajo de los esclavos, Plb.4.21.1, Plu.Cat.Ma.1, Porph.Marc.35, POxy.1734.13 (II/III d.C.), εἰς τὴν αὐτουργίαν PWash.Univ.18.29 (III d.C.), τὴν τιμὴν ἀπεῖναι τῆς αὐτουργίας Philostr.Ep.7, μαρτύριον τῆς αὐτουργίας Eus.HE 3.20.3, καὶ ἄλλα τοιαῦτα ἐποίει δι' αὐτουργίας Numen.26.6.
2 experiencia personal, práctica Plb.9.14.4, ἐν αὐτουργίᾳ τῶν πολεμικῶν Philostr.Her.38.4
actividad τὸ ἀδύνατον εἶναι τὴν γενητὴν φύσιν μετασχεῖν τῆς τοῦ θεοῦ αὐτουργίας Ath.Al.M.26.201B.

German (Pape)

[Seite 403] ἡ, das Selbstthun; Selbstmord, Aesch. Eum. 322; eigene Erfahrung, Pol. 9, 14; eigene Anstrengung, ohne Diener, 4, 21; Plut. Coriol. 24.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 travail qu’on fait soi-même, travail personnel;
2 meurtre sur soi-même ou sur les siens.
Étymologie: αὐτουργός.

Russian (Dvoretsky)

αὐτουργία:
1) личный труд Polyb., Plut.;
2) личный опыт: τὰ ἐξ αὐτουργίας Polyb. данные собственного опыта;
3) убийство близких Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτουργία: ἡ, τὸ πράττειν τι ἰδίαις χερσίν, αὐτοκτονία ἢ τὸ κτείνειν συγγενῆ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 336. ΙΙ. ἡ προσωπικὴ ἐργασία κατ' ἀντίθεσιν πρὸς τὴν γινομένην διὰ τῶν δούλων, Πολύβ. 4. 21, 1, Πλουτ. Κάτ. Πρεσβ. 1. ΙΙΙ. πεῖρα, Πολύβ. 9. 14, 4.

Greek Monolingual

η (AM αὐτουργία) αυτουργός
νεοελλ.
1. η ενέργεια ή παράλειψη κάποιου με την οποία πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος
2. φρ. «ηθική αυτουργία» — η παρακίνηση, η παρότρυνση που ώθησε τον δράστη να γίνει αυτουργός του αδικήματος
(αρχ.μσν.) το να εργάζεται κανείς προσωπικά στα κτήματά του, αυτοκαλλιέργεια
αρχ.
πείρα.

Greek Monotonic

αὐτουργία: ἡ,
I. το να κάνει κανείς κάτι σε κάποιον με τα ίδια του χέρια, δηλ. αυτός που σκοτώνει τον εαυτό του ή κάποιο συγγενή του, σε Αισχύλ.
II. προσωπική εργασία, αντίθ. προς την εργασία των δούλων, σε Πλούτ.

Middle Liddell

[From αὐτουργός
I. a working on oneself, i. e. self-murder or the murder of one's own kin, Aesch.
II. personal labour, opp. to slave-labour, Plut.