διοπτήρ: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>1</b> éclaireur, espion;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> sorte d'adjudant.<br />'''Étymologie:''' [[διόψομαι]], v. [[διοράω]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>1</b> éclaireur, espion;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> sorte d'adjudant.<br />'''Étymologie:''' [[διόψομαι]], v. [[διοράω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διοπτήρ:''' ῆρος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[соглядатай]], [[разведчик]] (στρατοῦ τινος Hom.);<br /><b class="num">2)</b> (в Риме, лат. [[optio]]) помощник центуриона Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διοπτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ὄψομαι]], μέλ. του [[ὁράω]]), [[κατάσκοπος]], [[πρόσκοπος]], [[ιχνηλάτης]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''διοπτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ὄψομαι]], μέλ. του [[ὁράω]]), [[κατάσκοπος]], [[πρόσκοπος]], [[ιχνηλάτης]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''διοπτήρ:''' ῆρος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[соглядатай]], [[разведчик]] (στρατοῦ τινος Hom.);<br /><b class="num">2)</b> (в Риме, лат. [[optio]]) помощник центуриона Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>n</i> [[ὄψομαι]], fut. of [[ὁράω]]<br />a spy, [[scout]], Il.
|mdlsjtxt=<i>n</i> [[ὄψομαι]], fut. of [[ὁράω]]<br />a spy, [[scout]], Il.
}}
}}

Revision as of 12:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοπτήρ Medium diacritics: διοπτήρ Low diacritics: διοπτήρ Capitals: ΔΙΟΠΤΗΡ
Transliteration A: dioptḗr Transliteration B: dioptēr Transliteration C: dioptir Beta Code: diopth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, A spy, scout, στρατοῦ Il.10.562: in late Prose, Agath.2.2. II διάγγελοι καὶ διοπτῆρες, the optiones and tesserarii of the Romans, Plu.Galb.24. III = διόπτρα III (instrument for examining cavities, dilator), Aët.16.105.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
1 uno que observa con atención, espía c. gen. obj. διοπτῆρα στρατοῦ ... προέηκε Il.10.562
explorador ἔστειλε ... προφύλακας καὶ διοπτῆρας ἄνδρας ἐς τρισχιλίους Agath.2.2.4, de los optiones, tesserarii οἱ διαγγέλων καὶ διοπτήρων ὑπηρεσίας τελοῦντες Plu.Galb.24
que todo lo ve de Dios, Doroth.Vis.14, cf. 59.
2 el que observa con la dioptra Hsch.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
1 éclaireur, espion;
2 à Rome sorte d'adjudant.
Étymologie: διόψομαι, v. διοράω.

Russian (Dvoretsky)

διοπτήρ: ῆρος ὁ
1) соглядатай, разведчик (στρατοῦ τινος Hom.);
2) (в Риме, лат. optio) помощник центуриона Plut.

Greek (Liddell-Scott)

διοπτήρ: ῆρος, ὁ, κατάσκοπος, πρόσκοπος, κατοπτευτής, στρατοῦ Ἰλ. Κ. 562. ΙΙ. διάγγελοι καὶ διοπτῆρες, οἱ optiones tesserarii, τῶν Ρωμαίων, Πλούτ. Γάλβ. 24. ΙΙΙ. = διόπτρα ΙΙΙ, Σουΐδ.

English (Autenrieth)

ῆρος: scout, Il. 10.562†.

Greek Monolingual

ο (AM διοπτήρ
Μ και θηλ. διόπτειρα, η)
νεοελλ.
1. όργανο για διόπτευση
2. (τοπογρ.) σκοπευτική συσκευή γεωδαιτικών οργάνων για τη μέτρηση αποστάσεων και γωνιών
μσν.
θηλ. η διόπτειρα
η οικονόμος
αρχ.-μσν.
κατάσκοπος
αρχ.
1. ανιχνευτής, παρατηρητής
2. υπεύθυνος για τη μετάδοση συνθημάτων κατά τη μάχη
3. χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη της μήτρας, διαστολέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α+ οπτήρ < (θ.) οπ- (πρβλ. όπωπα)].

Greek Monotonic

διοπτήρ: -ῆρος, ὁ (ὄψομαι, μέλ. του ὁράω), κατάσκοπος, πρόσκοπος, ιχνηλάτης, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

n ὄψομαι, fut. of ὁράω
a spy, scout, Il.