διαείδω: Difference between revisions

From LSJ

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>discerner ; <i>Pass.</i> être discerné, se montrer, paraître;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαείδομαι (<i>f. 3ᵉ sg.</i> [[διαείσεται]]) laisser paraître, laisser voir, montrer : ἀρετήν IL son courage.<br />'''Étymologie:''' p. *διαϜείδω, v. *εἴδω.<br /><span class="bld">2</span><i>poét. p.</i> [[διᾴδω]].
|btext=<span class="bld">1</span>discerner ; <i>Pass.</i> être discerné, se montrer, paraître;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαείδομαι (<i>f. 3ᵉ sg.</i> [[διαείσεται]]) laisser paraître, laisser voir, montrer : ἀρετήν IL son courage.<br />'''Étymologie:''' p. *διαϜείδω, v. *εἴδω.<br /><span class="bld">2</span><i>poét. p.</i> [[διᾴδω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαείδω:''' Theocr. = διάδω.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαείδω:''' (δηλ. <i>διαϜείδω</i>), μέλ. <i>-είσομαι</i>, [[διακρίνω]], [[ξεχωρίζω]]· ἣν ἀρετήν [[διαείσεται]], θα διακριθεί, θα [[δείξει]] την [[ανδρεία]] του, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., διακρίνομαι, φανερώνομαι, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">• [[διαείδω]]:</b> μέλ. <i>-αείσομαι</i>, Αττ. δι-ᾴδω, <i>-ᾴσομαι</i>· [[διαγωνίζομαι]] στο [[τραγούδι]], <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''διαείδω:''' (δηλ. <i>διαϜείδω</i>), μέλ. <i>-είσομαι</i>, [[διακρίνω]], [[ξεχωρίζω]]· ἣν ἀρετήν [[διαείσεται]], θα διακριθεί, θα [[δείξει]] την [[ανδρεία]] του, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., διακρίνομαι, φανερώνομαι, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">• [[διαείδω]]:</b> μέλ. <i>-αείσομαι</i>, Αττ. δι-ᾴδω, <i>-ᾴσομαι</i>· [[διαγωνίζομαι]] στο [[τραγούδι]], <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαείδω:''' Theocr. = διάδω.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=1 [i. e. διαϝείδω] fut. -είσομαι<br />to [[discern]], [[distinguish]], ἣν ἀρετὴν [[διαείσεται]] [[will]] [[discern]], [[test]] his [[manhood]], Il.:—Pass. to be discerned, Il. <br />2 fut. -αείσομαι [[attic]] δι-ᾴδω -ᾴσομαι<br />to [[contend]] in [[singing]], τινί with one, Theocr.
|mdlsjtxt=1 [i. e. διαϝείδω] fut. -είσομαι<br />to [[discern]], [[distinguish]], ἣν ἀρετὴν [[διαείσεται]] [[will]] [[discern]], [[test]] his [[manhood]], Il.:—Pass. to be discerned, Il. <br />2 fut. -αείσομαι [[attic]] δι-ᾴδω -ᾴσομαι<br />to [[contend]] in [[singing]], τινί with one, Theocr.
}}
}}

Revision as of 12:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαείδω Medium diacritics: διαείδω Low diacritics: διαείδω Capitals: ΔΙΑΕΙΔΩ
Transliteration A: diaeídō Transliteration B: diaeidō Transliteration C: diaeido Beta Code: diaei/dw

English (LSJ)

(A) (i.e. διαϝείδω), fut. -είσομαι, A discern, distinguish, αὔριον ἢν ἀρετὴν διαείσεται will test his manhood, Il.8.535:—Pass., ἔνθα μάλιστ' ἀρετὴ διαείδεται is discerned, 13.277, cf. Aret.SD1.1; simply, appear between, A.R.2.579 (tm.).
δι-ᾰείδω (B), fut. -ᾰείσομαι: Att. δι-ᾴδω, -ᾴσομαι:—Med., aor. A διᾴσασθαι Phryn.PSp.65B.:—contend in singing, τινί with one, Theoc.5.22: abs., contend in song, sing for the prize, Arist.Po.1462a7, Phryn.l.c. II to be dissonant, opp. συνᾴδω, Heraclit.10.

German (Pape)

[Seite 577] = διᾴδω, um die Wette singen, διαείσομαι Theocr. 5, 22.

French (Bailly abrégé)

1discerner ; Pass. être discerné, se montrer, paraître;
Moy. διαείδομαι (f. 3ᵉ sg. διαείσεται) laisser paraître, laisser voir, montrer : ἀρετήν IL son courage.
Étymologie: p. *διαϜείδω, v. *εἴδω.
2poét. p. διᾴδω.

Russian (Dvoretsky)

διαείδω: Theocr. = διάδω.

Greek (Liddell-Scott)

διαείδω: (ὃ ἐ. διαϝείδω), μέλλ. -είσομαι, διακρίνω, αὔριον ἣν ἀρετὴν διαείσεται, θά καταδείξῃ τὴν ἀνδρείαν του, Ἰλ. Θ. 535. -Παθ., ἔνθα μάλιστ’ ἀρετὴ διαείδεται, διακρίνεται, καταφαίνεται, Ν. 277· ἁπλῶς, φαίνομαι μεταξύ, Ἀπόλλ. Ρόδ. Β. 579, πρβλ. Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 1· καί ἴδε διεῖδον.

Greek Monolingual

(I)
διαείδω (Α)
1. διακρίνω
καταδεικνύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διαFείδω. Το β' συνθετικό της λ. είδω δεν μαρτυρείται ως ενεργ. αλλά απαντά μόνο μέσο είδομαι].
(II)
διαείδω και αττ. τ. διᾴδω (Α) αείδω
1. διαγωνίζομαι με κάποιον στο τραγούδι
2. κάνω παραφωνία
3. τραγουδώ τα μέρη μεταξύ τών διαλόγων.

Greek Monotonic

διαείδω: (δηλ. διαϜείδω), μέλ. -είσομαι, διακρίνω, ξεχωρίζω· ἣν ἀρετήν διαείσεται, θα διακριθεί, θα δείξει την ανδρεία του, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., διακρίνομαι, φανερώνομαι, σε Ομήρ. Ιλ.
διαείδω: μέλ. -αείσομαι, Αττ. δι-ᾴδω, -ᾴσομαι· διαγωνίζομαι στο τραγούδι, τινί, με κάποιον, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

1 [i. e. διαϝείδω] fut. -είσομαι
to discern, distinguish, ἣν ἀρετὴν διαείσεται will discern, test his manhood, Il.:—Pass. to be discerned, Il.
2 fut. -αείσομαι attic δι-ᾴδω -ᾴσομαι
to contend in singing, τινί with one, Theocr.