δυσάρεστος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> mécontent : [[τι]] de qch;<br /><b>II.</b> difficile à contenter :<br /><b>1</b> d'un caractère difficile ; chagrin, morose ; τὸ δυσάρεστον PLUT mauvaise humeur;<br /><b>2</b> difficile à apaiser, implacable ; τὸ δυσάρεστον ressentiment, dispositions malveillantes.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἀρέσκω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> mécontent : [[τι]] de qch;<br /><b>II.</b> difficile à contenter :<br /><b>1</b> d'un caractère difficile ; chagrin, morose ; τὸ δυσάρεστον PLUT mauvaise humeur;<br /><b>2</b> difficile à apaiser, implacable ; τὸ δυσάρεστον ressentiment, dispositions malveillantes.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἀρέσκω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσάρεστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[недовольный]], [[неудовлетворенный]], [[постоянно ропщущий]], [[ворчливый]] ([[πόλις]] Eur.; [[γῆρας]] Isocr.; πλήθη Plut.): δυσαρεστότερος τῶν ἀρρωστούντων Xen. капризнее (даже) больных; δ. τι Luc. недовольный чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[неумолимый]] (δαίμονες Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσάρεστος:''' -ον, <b class="num">1.</b> [[δύσκολος]] στο να κατευναστεί, [[αδιάλλακτος]], σε Αισχύλ.· δυσαρεστημένος, [[ανικανοποίητος]], [[οξύθυμος]], [[δύστροπος]], [[ιδιότροπος]], σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που ικανοποιείται δύσκολα, <i>τινι</i> με κάποιον, σε Ευρ.· <i>τὸ δυσάρεστον</i>, [[δυσαρέσκεια]], [[απαρέσκεια]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''δυσάρεστος:''' -ον, <b class="num">1.</b> [[δύσκολος]] στο να κατευναστεί, [[αδιάλλακτος]], σε Αισχύλ.· δυσαρεστημένος, [[ανικανοποίητος]], [[οξύθυμος]], [[δύστροπος]], [[ιδιότροπος]], σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που ικανοποιείται δύσκολα, <i>τινι</i> με κάποιον, σε Ευρ.· <i>τὸ δυσάρεστον</i>, [[δυσαρέσκεια]], [[απαρέσκεια]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 12:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, hard to appease, implacable, δαίμονες A.Eu.928; ill-pleased, τι at a thing, Luc.Nav.46; ill to please, fastidious, peevish, δυσάρεστον οἱ νοσοῦντες E.Or.232, cf. Isoc.1.31, 12.8, X.Mem.3.13.3 (Comp.), Diph.63, Nicostr.31 (Comp.), Plu.2.128d; ἀνοίας νόσημα δυσάρεστον Polystr.Herc.1520.1; τὸ δυσάρεστον = displeasure, Plu.Sol.25. Adv. δυσαρέστως, ἔχειν πρός τι Id.2.476b.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1de pers. difícil de contentar δαίμονες de las Erinis, A.Eu.928, del filósofo Heráclito, D.L.1.88
•gener. descontentadizo, caprichoso πόλις E.El.904, ἄνδρες Ar.Ec.180, cf. Isoc.1.31, Diph.63, Arr.Epict.1.12.20, de los enfermos, ancianos δυσάρεστον οἱ νοσοῦντες E.Or.232, δυσαρεστότερος ... τῶν τε οἰκετῶν καὶ τῶν ἀρρωστούντων X.Mem.3.13.3, τὸ γῆρας Isoc.12.8, cf. Alciphr.4.17.1, πρὸς ἅπαντα D.Chr.32.28
•τὸ δυσάρεστον = carácter caprichoso, τὸ δυσάρεστον καὶ φιλαίτιον τῶν πολιτῶν Plu.Sol.25
•descontento ἄκουσον ἐμὴν δυσάρεστον ἀκουήν IAbonuteichos 6.1 (imper.), c. giro prep. τὸ πλῆθος ... δυσάρεστον ἐπὶ τῶν αὐτῶν μένον D.S.19.81, c. ac. rel. δυσάρεστοι ἔσεσθε τὰ ἐπὶ τῆς οἰκίας estaréis descontentos por las cosas de casa Luc.Nau.46.
2 de abstr. desagradable, molesto, antipático γνῶμαι πολλαὶ καὶ δυσάρεστοι E.IA 27, cf. Nicostr.Com.15, εὐθυμία Ph.1.357, cf. 2.23
•neutr. subst. τὸ πρὸς ἀλλήλους δυσάρεστον Plu.2.148a.
II adv. δυσαρέστως
1 con disgusto πρὸς ταῦτα δ. ἔχειν estar disgustado por esas cosas Plu.2.476b.
2 con molestias βαρουμένης ... τῆς ὑστέρας καὶ δ. ἔχουσης διὰ τὴν ἐπιφορὰν τῆς ὕλης Sor.1.12.18.
German (Pape)
[Seite 676] schwer zu begütigen, unversöhnlich; δαίμονες Aesch. Eum. 888; dem etwas nicht recht ist, im compar., Xen. Mem. 3, 13, 3; unzufrieden, mißvergnügt, καὶ φιλόψογος Eur. El. 904; vgl. Ar. Eccl. 180; Isocr. 1, 31 u. Sp., wie Luc. Navig. 46; τὸ δ., = δυσαρέστησις, Plut. Sol. 25 Num. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. mécontent : τι de qch;
II. difficile à contenter :
1 d'un caractère difficile ; chagrin, morose ; τὸ δυσάρεστον PLUT mauvaise humeur;
2 difficile à apaiser, implacable ; τὸ δυσάρεστον ressentiment, dispositions malveillantes.
Étymologie: δυσ-, ἀρέσκω.
Russian (Dvoretsky)
δυσάρεστος:
1) недовольный, неудовлетворенный, постоянно ропщущий, ворчливый (πόλις Eur.; γῆρας Isocr.; πλήθη Plut.): δυσαρεστότερος τῶν ἀρρωστούντων Xen. капризнее (даже) больных; δ. τι Luc. недовольный чем-л.;
2) неумолимый (δαίμονες Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσάρεστος: -ον, ὁ δυσκόλως ἀρεσκόμενος, ἐξιλεούμενος, καταπραϋνόμενος, δαίμονες Αἰσχύλ. Εὐμ. 928·- δυσηρεστημένος, τινι, πρός τινα, Εὐρ. Ἠλ. 904· τι, διά τι πρᾶγμα, Λουκ. ἐν Πλοίῳ 46·- δυσκόλως εὐχαριστούμενος, ἰδιότροπος, δύστροπος, δύσκολος, Εὐρ. Ὀρ. 232, Ἰσοκρ. 8D, 234C, Ξεν., κτλ.· -τὸ δ.= τῷ προηγ., Πλούτ. Σόλ. 25.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσάρεστος, -ον)
αυτός που προκαλεί δυσαρέσκεια, ανεπιθύμητος, ενοχλητικός («δυσάρεστος καιρός»)
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται
2. ο δυσαρεστημένος από κάτι ή κάποιον.
Greek Monotonic
δυσάρεστος: -ον, 1. δύσκολος στο να κατευναστεί, αδιάλλακτος, σε Αισχύλ.· δυσαρεστημένος, ανικανοποίητος, οξύθυμος, δύστροπος, ιδιότροπος, σε Ευρ., Ξεν.
2. αυτός που ικανοποιείται δύσκολα, τινι με κάποιον, σε Ευρ.· τὸ δυσάρεστον, δυσαρέσκεια, απαρέσκεια, σε Πλούτ.
Middle Liddell
δυσ-άρεστος, ον
1. hard to appease, implacable, Aesch.: — ill to please, peevish, morose, Eur., Xen.
2. illpleased, τινι with one, Eur.: τὸ δυσάρεστον displeasure, Plut.