δυσπαλής: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />irrésistible.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[πάλη]].
|btext=ής, ές :<br />irrésistible.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[πάλη]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπᾰλής:'''<br /><b class="num">1)</b> Aesch. = [[δυσπάλαιστος]];<br /><b class="num">2)</b> [[крайне трудный]] Pind.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσπᾰλής:''' -ές ([[πάλη]]), [[δύσκολος]] στο να παλέψει [[κάποιος]] μαζί του, [[ακατανίκητος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δυσπᾰλής:''' -ές ([[πάλη]]), [[δύσκολος]] στο να παλέψει [[κάποιος]] μαζί του, [[ακατανίκητος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπᾰλής:'''<br /><b class="num">1)</b> Aesch. = [[δυσπάλαιστος]];<br /><b class="num">2)</b> [[крайне трудный]] Pind.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]πᾰλής, ές [[πάλη]]<br />[[hard]] to [[wrestle]] with, Aesch.
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]πᾰλής, ές [[πάλη]]<br />[[hard]] to [[wrestle]] with, Aesch.
}}
}}

Revision as of 13:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπᾰλής Medium diacritics: δυσπαλής Low diacritics: δυσπαλής Capitals: ΔΥΣΠΑΛΗΣ
Transliteration A: dyspalḗs Transliteration B: dyspalēs Transliteration C: dyspalis Beta Code: duspalh/s

English (LSJ)

ές, A hard to wrestle with, δίνα Id.Eu.559 (lyr.); difficult, c. inf., διακρίνειν… δυσπαλές [ἐστι] Pi.O.8.25, cf.P.4.273, Cerc.Fr.Oxy.26. 2 dangerous, noxious, ῥίζαι A.R.4.52. 3 stubborn, Nicom.Harm. 3.

Spanish (DGE)

(δυσπᾰλής) -ές
1 irresistible δίνα A.Eu.559
que es una lucha difícil ὀρθᾷ διακρῖναι φρενὶ ... δυσπαλές difícil lucha es dirimir con juicio recto Pi.O.8.25, cf. P.4.273, Cerc.18.
2 fig. resistente al cambio ἐποχαί op. εὐκύμαντος Nicom.Harm.3.
3 peligroso, nocivo ῥίζαι A.R.4.52.

German (Pape)

[Seite 686] ές, wogegen schwer zu ringen ist; δίνη Aesch. Eum. 509; übh. = schwierig, δυσπαλές ἐστι, c. inf., Pind. Ol. 8 25 P. 4, 273; ῥίζαι, wogegen man sich schwer schützen kann, Ap. Rh. 4, 52.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
irrésistible.
Étymologie: δυσ-, πάλη.

Russian (Dvoretsky)

δυσπᾰλής:
1) Aesch. = δυσπάλαιστος;
2) крайне трудный Pind.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπᾰλής: -ές, δυσπάλαιστος, δίνη Αἰσχύλ. Εὐμ. 559· δύσκολος, μετ’ ἀπαρ., διακρίνειν… δυσπαλές [ἐστι] Πίνδ. Ο. 8. 33, πρβλ. Π. 4. 448. 2) κινδυνώδης, βλαβερός, ῥίζαι Ἀπολλών. Ρόδ. Δ. 52.

English (Slater)

δυσπᾰλής hard to wrestle with, met., difficult ὀρθᾷ διακρῖναι φρενὶ μὴ παρὰ καιρὸν δυσπαλές (sc. ἐστί) (O. 8.25) ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται (P. 4.273)

Greek Monolingual

δυσπαλής, -ές (Α)
1. δυσπάλαιστος
2. δύσκολος
3. δύσκαμπτος, σκληρός
4. επιβλαβής.

Greek Monotonic

δυσπᾰλής: -ές (πάλη), δύσκολος στο να παλέψει κάποιος μαζί του, ακατανίκητος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δυσ-πᾰλής, ές πάλη
hard to wrestle with, Aesch.