εὐπαγής: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />bien ajusté, bien construit ; massif, solide, fort <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πήγνυμι]]. | |btext=ής, ές :<br />bien ajusté, bien construit ; massif, solide, fort <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πήγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐπᾰγής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[хорошо сколоченный]], [[крепко сплоченный]] (σχαλίδες Xen.; [[ναῦς]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[крепкий]] ([[βάκτρον]] Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> [[крепко сложенный]], [[коренастый]] ([[σῶμα]] Plat.; [[παιδάριον]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐπᾰγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), λέγεται για το [[σώμα]], [[συμπαγής]], [[σφιχτός]], σφιχτοδεμένος, στέρεος, γερός, σε Ξεν., Θεόκρ. | |lsmtext='''εὐπᾰγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), λέγεται για το [[σώμα]], [[συμπαγής]], [[σφιχτός]], σφιχτοδεμένος, στέρεος, γερός, σε Ξεν., Θεόκρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, (πήγνυμι) of the body or limbs, compact, firm, Pl.Lg. 775c, X.Cyn.4.1, 5.30, Philostr.Gym.34; παιδάριον Plu.Lyc.16; of things, σχαλίδες X.Cyn.2.7; βάκτρον Theoc.25.208; of blood, readuy coagulating, Aret.SD2.4: Comp., Ph.1.418; firm in texture, well-woven, BGU1564.10 (ii A.D.): metaph., sound, solid, of style, Phld. Po.994.34,35. Adv. -γέως Opp.H.3.401.
German (Pape)
[Seite 1086] ές, gut zusammengefügt, von kräftigem Baue, bes. von guter Leibesbeschaffenheit, Hippocr.; εὐπαγὲς ξυνίστασθαι τὸ φυόμενον Plat. Legg. VI, 775 c; σχαλίδες Xen. Cyn. 2, 7; ναῦς Luc.; μηροί Opp. Cyn. 1, 188, u. sonst bei Sp. – Adv. εὐπαγέως, Opp. Hal. 3, 401.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
bien ajusté, bien construit ; massif, solide, fort en gén.
Étymologie: εὖ, πήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
εὐπᾰγής:
1) хорошо сколоченный, крепко сплоченный (σχαλίδες Xen.; ναῦς Luc.);
2) крепкий (βάκτρον Theocr.);
3) крепко сложенный, коренастый (σῶμα Plat.; παιδάριον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπᾰγής: -ές, (√ΠΑΓ, πήγνυμι) ἐπὶ τοῦ σώματος ἢ τῶν μελῶν, συμπαγής, στερεός, «γερός», Πλάτ. Νόμ. 775C, Ξεν. Κυν. 4. 1., 5, 30, κτλ.: ἐπὶ πραγμάτων, σελίδες αὐτόθι 2. 8· βάκτρον Θεόκρ. 25. 208: πρβλ. εὐπάξ. - Ἐπίρρ. -γέως, Ὀππ. Ἁλ. 3. 401.
Greek Monolingual
εὐπαγής, -ές (ΑΜ)
(για πράγματα) καλά συναρμοσμένος, συμπαγής, στερεός, γερός
αρχ.
1. (για το σώμα ή τα μέλη) καλοφτιαγμένος, υγιής, ρωμαλέος, γερός, καλοδεμένος
2. (για αίμα) αυτός που πήζει εύκολα
3. (για ύφος) στερεά δομημένο, ρωμαλέο
4. αυτός που βάφτηκε καλά.
επίρρ...
εὐπαγέως (Α)
στερεά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -παγής (< επάγην του ρ. πήγνυμι), πρβλ. απαγής, ημιπαγής, προσωποπαγής].
Greek Monotonic
εὐπᾰγής: -ές (πήγνυμι), λέγεται για το σώμα, συμπαγής, σφιχτός, σφιχτοδεμένος, στέρεος, γερός, σε Ξεν., Θεόκρ.
Middle Liddell
εὐ-πᾰγής, ές πήγνυμι
of the body, compact, firm, strong, Xen., Theocr.
English (Woodhouse)
compact, of consistency, of the limbs, well built, well-knit