εὐπερίστατος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui circonvient facilement.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[περιΐστημι]].
|btext=ος, ον :<br />qui circonvient facilement.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[περιΐστημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπερίστατος:''' легко обступающий, т. е. опутывающий ([[ἁμαρτία]] NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐπερίστᾰτος:''' -ον ([[περιστῆναι]]), αυτός που περιβάλλει με [[ευκολία]], που ριζώνει εύκολα, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''εὐπερίστᾰτος:''' -ον ([[περιστῆναι]]), αυτός που περιβάλλει με [[ευκολία]], που ριζώνει εύκολα, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπερίστατος:''' легко обступающий, т. е. опутывающий ([[ἁμαρτία]] NT).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπερίστᾰτος Medium diacritics: εὐπερίστατος Low diacritics: ευπερίστατος Capitals: ΕΥΠΕΡΙΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: euperístatos Transliteration B: euperistatos Transliteration C: efperistatos Beta Code: eu)peri/statos

English (LSJ)

ον, easily besetting, ἁμαρτία Ep.Hebr.12.1; perhaps leading to distress, cf. περίστασις; εὐπερίστατον, = εὔκολον, εὐχερῆ, Hsch.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui circonvient facilement.
Étymologie: εὖ, περιΐστημι.

Russian (Dvoretsky)

εὐπερίστατος: легко обступающий, т. е. опутывающий (ἁμαρτία NT).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπερίστᾰτος: -ον, εὐκόλως περιβάλλων, περιπλέκων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ιβʹ, 1. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «εὐπερίστατον· εὔκολον, εὐχερῆ», πρβλ. κ. Σουΐδ. καὶ Φώτ. ἐν λ.

English (Strong)

from εὖ and a derivative of a presumed compound of περί and ἵστημι; well standing around, i.e. (a competitor) thwarting (a racer) in every direction (figuratively, of sin in genitive case): which doth so easily beset.

English (Thayer)

εὐπερίστατον (from εὖ and περιστημι), skilfully surrounding i. e. besetting, namely, to prevent or retard running: Isocrates 135e.), well or much admired (cf. R. V. marginal reading)). (Not found elsewhere.)

Greek Monolingual

εὐπερίστατος, -ον (Α)
1. αυτός που περιβάλλει, που περικλείει εύκολα
2. (κατά τον Ησύχ.) «εὔκολος, εὐχερής»
3. (κατά το λεξ. Σούδα) «μωρός, ταχέως περιτρεπόμενος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί-στατος (< περι-ίσταμαι)].

Greek Monotonic

εὐπερίστᾰτος: -ον (περιστῆναι), αυτός που περιβάλλει με ευκολία, που ριζώνει εύκολα, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

εὐ-περίστᾰτος, ον περιστῆναι
easily besetting, NTest.

Chinese

原文音譯:eÙper⋯statoj 由-胚里-士他拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:好-周圍-站的
字義溯源:容易纏繞的,容易纏累的,容易陷入網羅,纏累,圍繞;由(εὖ / εὖγε)=好)與(περί / περαιτέρω)=周圍)及(ἵστημι)*=站)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善),而 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 容易纏累的(1) 來12:1