εὐμελής: Difference between revisions
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>ής, ές :<br />harmonieux, mélodieux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μέλος]] II.<br /><span class="bld">2</span>ής, ές :<br />aux membres robustes.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μέλος]] I.<br /><span class="bld">3</span>ής, ές :<br />bien soigné.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μέλομαι]]. | |btext=<span class="bld">1</span>ής, ές :<br />harmonieux, mélodieux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μέλος]] II.<br /><span class="bld">2</span>ής, ές :<br />aux membres robustes.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μέλος]] I.<br /><span class="bld">3</span>ής, ές :<br />bien soigné.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μέλομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐμελής:''' [[μέλος]] мелодичный, певучий ([[μουσική]] Arst.).<br />[[μέλω]] хорошо устроенный ([[συμπόσιον]] Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐμελής:''' -ές ([[μέλος]]), [[μελωδικός]], [[εύηχος]], [[ρυθμικός]], σε Αριστ. | |lsmtext='''εὐμελής:''' -ές ([[μέλος]]), [[μελωδικός]], [[εύηχος]], [[ρυθμικός]], σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=εὐ-μελής, ές [[μέλος]]<br />[[musical]], [[rhythmical]], Arist. | |mdlsjtxt=εὐ-μελής, ές [[μέλος]]<br />[[musical]], [[rhythmical]], Arist. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, A melodious, μουσική Arist.Pol. 1341b26, Sopat.10; opp. ἐμμελής (metrical), D.H.Comp.11, etc.: generally, agreeable, συμπόσια Pl.Ax.371d. Adv. -λῶς gracefully, Machoap. Ath.13.577d. II with stout limbs, Ael.Fr.110.
German (Pape)
[Seite 1080] ές, 1) mit guter Modulation, wohlklingend, Sopat. bei Ath. IV, 175 c; μουσικὴ εὐμελής, neben εὔρυθμος, Arist. pol. 8, 7; D. Hal. C. V. 11. – 21 von guten Gliedern, γέρων εὐπαγὴς καὶ εὐμελής Ael. bei Suid. – 31 (μέλομαι) wohl besorgt, συμπόσια Plat. Ax. 371 d. –. Adv., auf seine Weise, Macho Ath. VIII, 577 d.
French (Bailly abrégé)
1ής, ές :
harmonieux, mélodieux.
Étymologie: εὖ, μέλος II.
2ής, ές :
aux membres robustes.
Étymologie: εὖ, μέλος I.
3ής, ές :
bien soigné.
Étymologie: εὖ, μέλομαι.
Russian (Dvoretsky)
εὐμελής: μέλος мелодичный, певучий (μουσική Arst.).
μέλω хорошо устроенный (συμπόσιον Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐμελής: -ές, μελῳδικός, εὔηχος, ῥυθμικός, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 1, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 175Ε· διάφορον τοῦ ἐμμελής (ἔμμετρος), Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11, κτλ.· καθόλου, εὐάρεστος, συμπόσιον Πλάτ. Ἀξίοχ. 371D: ― Ἐπίρρ. -λῶς, Μάχων παρ’ Ἀθην. 577D. ΙΙ. ἔχων ἰσχυρὰ μέλη, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Ἀπίκιος.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐμελής, -ές)
μελωδικός, εύηχος, αρμονικός, γεμάτος αρμονία («εὐμελὴς μουσική», Αριστοτ.)
νεοελλ.
αυτός που έχει καλλίγραμμα και αρμονικά τα μέλη του σώματος, που διαθέτει σωματική συμμετρία, ευγραμμία, πλαστικότητα
αρχ.
ευχάριστος, συμπαθής, ευάρεστος («εὐμελῆ συμπόσια», Πλάτ.).
επίρρ...
εὐμελῶς (ΑΜ)
1. με μελωδία, μελωδικά, με χάρη
2. με ωραία και δυνατά μέλη
μσν.
με επιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μελής (< μέλος), πρβλ. εμ-μελής].
Greek Monotonic
εὐμελής: -ές (μέλος), μελωδικός, εύηχος, ρυθμικός, σε Αριστ.
Middle Liddell
εὐ-μελής, ές μέλος
musical, rhythmical, Arist.