εὐβάστακτος: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> facile à porter;<br /><b>2</b> facile à supporter.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[βαστάζω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> facile à porter;<br /><b>2</b> facile à supporter.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[βαστάζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐβάστακτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[удобопереносимый]], [[переносный]] ([[μηχανή]] Her.; πλείοσι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[легко выносимый]] (τὰ κατὰ φύσιν ἀναγκαῖα Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐβάστακτος:''' -ον, αυτός που εύκολα μεταφέρεται ή μετακινείται, [[ελαφρύς]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''εὐβάστακτος:''' -ον, αυτός που εύκολα μεταφέρεται ή μετακινείται, [[ελαφρύς]], σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=εὐ-βάστακτος, ον<br />[[easy]] to [[carry]] or [[move]], Hdt. | |mdlsjtxt=εὐ-βάστακτος, ον<br />[[easy]] to [[carry]] or [[move]], Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A easy to carry or move, μηχανή Hdt.2.125, cf. Arist.Rh.1373a32, Pol.1257a34; ἐλαφροὶ καὶ εὐ. Corn.ND30; τοῖς ὠταρίοις by the ears (handles), Demoph.Sim.3. II well-supported, Hp.Fract.30 (dub. sens.).
German (Pape)
[Seite 1058] leicht zu tragen, Her. 2, 125 u. öfter bei Folgdn; leicht zu ertragen, Arist. polit. 1, 9 rhet. 1, 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 facile à porter;
2 facile à supporter.
Étymologie: εὖ, βαστάζω.
Russian (Dvoretsky)
εὐβάστακτος:
1) удобопереносимый, переносный (μηχανή Her.; πλείοσι Plut.);
2) перен. легко выносимый (τὰ κατὰ φύσιν ἀναγκαῖα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐβάστακτος: -ον, ὃν εὐκόλως φέρει τις ἢ κινεῖ, μηχανή Ἡρόδ. 2… 15. 2) ὃν εὐκόλως φέρει ἢ ὑποφέρει τις, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 34, Πολιτικ. 1. 9, 8. ΙΙ. καλῶς ὑποστηριζόμενος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 772.
Greek Monolingual
εὐβάστακτος, -ον (ΑΜ)
αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να βαστήξει για να μετακινήσει ή να μεταφέρει
αρχ.
(για νόσο) εκείνη την οποία εύκολα υποφέρει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βαστακτός (< βαστάζω), πρβλ. α-βάστακτος].
Greek Monotonic
εὐβάστακτος: -ον, αυτός που εύκολα μεταφέρεται ή μετακινείται, ελαφρύς, σε Ηρόδ.