εὔπατρις: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ιδος<br /><i>adj. f.</i><br /><b>1</b> née d'un père noble ; digne d'un noble père;<br /><b>2</b> dont les sentiments attestent la noblesse.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πατήρ]].
|btext=ιδος<br /><i>adj. f.</i><br /><b>1</b> née d'un père noble ; digne d'un noble père;<br /><b>2</b> dont les sentiments attestent la noblesse.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πατήρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔπατρις:''' ιδος ἡ adj. f<br /><b class="num">1)</b> [[рожденная славным отцом]] ([[Νηρηΐς]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> (о дочери) благородная, возвышенная: τίς ἂν εὔ. [[ὧδε]] βλάστοι; Soph. может ли родиться (еще одна) столь благородная дочь?
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔπᾰτρις:''' -ιδος, ἡ ([[πατήρ]]), γεννημένη από ευγενή [[πατέρα]], σε Ευρ.· τίςἂν [[εὔπατρις]] [[ὧδε]] βλάστοι; ποια [[άλλη]] τόσο άξια ευγενικής καταγωγής μπορεί να γεννηθεί; σε Σοφ.· <i>ἐλπίδων εὐπατρίδων</i>, λέγεται για ελπίδες που γεννήθηκαν από την ευγενική [[καταγωγή]], στον ίδ.
|lsmtext='''εὔπᾰτρις:''' -ιδος, ἡ ([[πατήρ]]), γεννημένη από ευγενή [[πατέρα]], σε Ευρ.· τίςἂν [[εὔπατρις]] [[ὧδε]] βλάστοι; ποια [[άλλη]] τόσο άξια ευγενικής καταγωγής μπορεί να γεννηθεί; σε Σοφ.· <i>ἐλπίδων εὐπατρίδων</i>, λέγεται για ελπίδες που γεννήθηκαν από την ευγενική [[καταγωγή]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔπατρις:''' ιδος ἡ adj. f<br /><b class="num">1)</b> [[рожденная славным отцом]] ([[Νηρηΐς]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> (о дочери) благородная, возвышенная: τίς ἂν εὔ. [[ὧδε]] βλάστοι; Soph. может ли родиться (еще одна) столь благородная дочь?
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὔπᾰτρις, ιδος [[πατήρ]]<br />[[born]] of a [[noble]] [[sire]], Eur.; τίς ἂν [[εὔπατρις]] ὧδε βλάστοι; who could be [[born]] so [[worthy]] of a [[noble]] [[sire]]? Soph.; ἐλπίδων εὐπατρίδων of hopes [[derived]] from those of [[noble]] [[birth]], Soph.
|mdlsjtxt=εὔπᾰτρις, ιδος [[πατήρ]]<br />[[born]] of a [[noble]] [[sire]], Eur.; τίς ἂν [[εὔπατρις]] ὧδε βλάστοι; who could be [[born]] so [[worthy]] of a [[noble]] [[sire]]? Soph.; ἐλπίδων εὐπατρίδων of hopes [[derived]] from those of [[noble]] [[birth]], Soph.
}}
}}

Revision as of 13:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπᾰτρις Medium diacritics: εὔπατρις Low diacritics: εύπατρις Capitals: ΕΥΠΑΤΡΙΣ
Transliteration A: eúpatris Transliteration B: eupatris Transliteration C: eypatris Beta Code: eu)/patris

English (LSJ)

ιδος, ἡ, fem. of foreg., A born of a noble sire, E.IA1077 (lyr.); τίς ἂν εὔ. ὧδε βλάστοι; S.El.1081 (lyr.); ἐλπίδων… εὐπατρίδων of hopes derived from those of noble birth, dub. cj. ib.858 (-ιδᾶν vel -ιδῶν codd.). 2 at Rome, αἱ εὐπάτριδες ἀρχαί magistratus patricii, D.C.46.45: γυνὴ εὔ., = Lat. patricia, Id.72.5 (here acc. sg. -ίδα, but cf. κακόπατρις, ὁμόπατρις).

German (Pape)

[Seite 1087] ιδος, ἡ, von gutem, edlem Vater, fem. zum Vorigen; Νηρηΐς Eur. I. A. 1077; Sp.; εὐπάτριδες ἀρχαί, patricische Aemter, D. Cass. 46, 45. – Bei Soph El. 1070 erkl. man = wohlgesinnt

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
1 née d'un père noble ; digne d'un noble père;
2 dont les sentiments attestent la noblesse.
Étymologie: εὖ, πατήρ.

Russian (Dvoretsky)

εὔπατρις: ιδος ἡ adj. f
1) рожденная славным отцом (Νηρηΐς Eur.);
2) (о дочери) благородная, возвышенная: τίς ἂν εὔ. ὧδε βλάστοι; Soph. может ли родиться (еще одна) столь благородная дочь?

Greek (Liddell-Scott)

εὔπᾰτρις: -ιδος, ἡ, (πατὴρ) ὡς τὸ εὐπατέρεια, γεννηθεῖσα ἐξ εὐγενοῦς πατρός, τᾶς εὐπάτριδος Νηρῇδος Εὐρ. Ι. Α. 1077· οὕτω, τίς ἂν εὔπατρις ὧδε βλάστοι ποία ἄλλη γυνὴ οὕτως εὐγενὴς εἶναι δυνατὸν νὰ γεννηθῇ εἰς τὸν κόσμον; Σοφ. Ἠλ. 1080· ἐλπίδων (ἐκ φίλων Mekler) ἔτι κοινοτόκων εὐπατρίδων τ’ ἀρωγαί, δηλ. ἀρωγαὶ ἐν ἐλπίδι γιγνόμεναι ἀπὸ τοῦ εὐπατρίδου καὶ κοινοτόκου (Ὀρέστου), αὐτόθι 858, ὁ Jebb ἐξέδωκεν εὐπατριδᾶν, ἴδε σημ. αὐτοῦ ἐν τόπῳ. 2) ἐν Ρώμῃ, αἱ εὐπάτριδες ἀρχαί, αἱ τῶν Πατρικίων, Δίων Κ. 46. 45.

Greek Monolingual

εὔπατρις -άτριδος, ἡ (ΑΜ)
(ως θηλ. του ευπατρίδης) αυτή που κατάγεται από ευγενή πατέρα, ευπάτειρα, ευγενής
αρχ.
1. ευσεβής, ευμενής προς κάποιον
2. αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στους Ρωμαίους πατρικίους («τὰς εὐπατρίδας ἀρχάς», Δίων Κάσσ.).

Greek Monotonic

εὔπᾰτρις: -ιδος, ἡ (πατήρ), γεννημένη από ευγενή πατέρα, σε Ευρ.· τίςἂν εὔπατρις ὧδε βλάστοι; ποια άλλη τόσο άξια ευγενικής καταγωγής μπορεί να γεννηθεί; σε Σοφ.· ἐλπίδων εὐπατρίδων, λέγεται για ελπίδες που γεννήθηκαν από την ευγενική καταγωγή, στον ίδ.

Middle Liddell

εὔπᾰτρις, ιδος πατήρ
born of a noble sire, Eur.; τίς ἂν εὔπατρις ὧδε βλάστοι; who could be born so worthy of a noble sire? Soph.; ἐλπίδων εὐπατρίδων of hopes derived from those of noble birth, Soph.