κύβδα: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en courbant la croupe <i>sens obscène</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κύπτω]].
|btext=<i>adv.</i><br />en courbant la croupe <i>sens obscène</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κύπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κύβδᾰ:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> [[головою вперед]] (ἐξελαύνειν τινά Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[склонившись]] (κ. ἐχομένη τῆς δάφνης Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κύβδα]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> (με άσεμνη [[σημασία]], για όρθια [[στάση]] πρωκτικής συνουσίας)<br />σκυφτά, με το [[σώμα]] λυγισμένο από τη [[μέση]] [[προς]] τα [[εμπρός]] και το [[κεφάλι]] [[προς]] τα [[κάτω]] («ἐξελῶ σε τῆς πυγῆς [[θύραζε]] [[κύβδα]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κυβ</i>- (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>κυπτ</i>- του [[κύπτω]], που εμφανίζει ηχηρό χειλικό -<i>β</i>- [[αντί]] τών -<i>πτ</i>-, αφομοιωτικά [[προς]] το ηχηρό οδοντικό -<i>δ</i>- που ακολουθεί) <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δα</i> ([[πρβλ]]. [[κρύβδα]], [[μίγδα]])].
|mltxt=[[κύβδα]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> (με άσεμνη [[σημασία]], για όρθια [[στάση]] πρωκτικής συνουσίας)<br />σκυφτά, με το [[σώμα]] λυγισμένο από τη [[μέση]] [[προς]] τα [[εμπρός]] και το [[κεφάλι]] [[προς]] τα [[κάτω]] («ἐξελῶ σε τῆς πυγῆς [[θύραζε]] [[κύβδα]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κυβ</i>- (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>κυπτ</i>- του [[κύπτω]], που εμφανίζει ηχηρό χειλικό -<i>β</i>- [[αντί]] τών -<i>πτ</i>-, αφομοιωτικά [[προς]] το ηχηρό οδοντικό -<i>δ</i>- που ακολουθεί) <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δα</i> ([[πρβλ]]. [[κρύβδα]], [[μίγδα]])].
}}
{{elru
|elrutext='''κύβδᾰ:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> [[головою вперед]] (ἐξελαύνειν τινά Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[склонившись]] (κ. ἐχομένη τῆς δάφνης Arph.).
}}
}}

Revision as of 13:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύβδᾰ Medium diacritics: κύβδα Low diacritics: κύβδα Capitals: ΚΥΒΔΑ
Transliteration A: kýbda Transliteration B: kybda Transliteration C: kyvda Beta Code: ku/bda

English (LSJ)

Adv., (κύπτω) with the head forwards, stooping forwards, sens. obsc., κ. ἦν πονευμένη Archil.32, cf. Ar.Eq.365, Th.489, S.Ichn. 122.

German (Pape)

[Seite 1522] mit vorwärts geneigtem, überhangendem Kopfe; Ar. Equ. 365 Th. 489, wie Archil. frg. 5; Macho bei Ath. XIII, 580 d, im obscönen Sinne; vgl. Ar. Th. 489.

French (Bailly abrégé)

adv.
en courbant la croupe sens obscène.
Étymologie: κύπτω.

Russian (Dvoretsky)

κύβδᾰ: adv.
1) головою вперед (ἐξελαύνειν τινά Arph.);
2) склонившись (κ. ἐχομένη τῆς δάφνης Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

κύβδᾰ: Ἐπίρρ. (κύπτω) μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ ἐμπρός, κύπτων πρὸς τὰ ἐμπρός, κεκυφότως, μετ’ αἰσχρᾶς σημασ. ἐπὶ ἀνδρός, Ἀρχίλ. 28, Ἀριστοφ. Ἱππ. 365, πρβλ. Θεσμ. 489.

Greek Monolingual

κύβδα (Α)
επίρρ. (με άσεμνη σημασία, για όρθια στάση πρωκτικής συνουσίας)
σκυφτά, με το σώμα λυγισμένο από τη μέση προς τα εμπρός και το κεφάλι προς τα κάτω («ἐξελῶ σε τῆς πυγῆς θύραζε κύβδα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κυβ- (< θ. κυπτ- του κύπτω, που εμφανίζει ηχηρό χειλικό -β- αντί τών -πτ-, αφομοιωτικά προς το ηχηρό οδοντικό -δ- που ακολουθεί) + επιρρμ. κατάλ. -δα (πρβλ. κρύβδα, μίγδα)].