μανότης: Difference between revisions
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ητος (ἡ) :<br />défaut de consistance, de densité.<br />'''Étymologie:''' [[μανός]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[πυκνότης]]. | |btext=ητος (ἡ) :<br />défaut de consistance, de densité.<br />'''Étymologie:''' [[μανός]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[πυκνότης]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μᾱνότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[разреженность]] Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[рыхлость]] или [[пористость]] (ὀστῶν Plat.; σαρκός Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μανότης:''' -ητος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[χαλαρότητα]] στην ύφανση, [[πορώδης]] [[επιφάνεια]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[πενιχρότητα]], [[σπανιότητα]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''μανότης:''' -ητος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[χαλαρότητα]] στην ύφανση, [[πορώδης]] [[επιφάνεια]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[πενιχρότητα]], [[σπανιότητα]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 14:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ητος, ἡ, opp. πυκνότης, A looseness of texture, porousness, σπληνός, ὀστῶν, Pl.Ti.72c, 86d; σαρκός Arist.EN1129a22, cf. Thphr. HP1.5.4, al. II rarity, separateness, Pl.Lg.812d; τῶν φυτευομένων Thphr.CP3.7.1.
German (Pape)
[Seite 93] ητος, ἡ, das Dünnsein, die Seltenheit, Einzelheit, das hier und da Zerstreutsein, im Ggstz von πυκνότης, Plat. Legg. VII, 812 d; Theophr.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
défaut de consistance, de densité.
Étymologie: μανός.
Ant. πυκνότης.
Russian (Dvoretsky)
μᾱνότης: ητος ἡ
1) разреженность Plat.;
2) рыхлость или пористость (ὀστῶν Plat.; σαρκός Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μανότης: -ητος, ἡ, ἀντίθετ. τῷ πυκνότης, χαλαρότης συστάσεως, τὸ πορῶδες, σπληνός, ὀστῶν Πλάτ. Τίμ. 72C, 86D· σαρκὸς Ἠθ. Ν. 5. 1, 5. ΙΙ. ὀλιγότης, σπάνις, Πλάτ. Νόμ. 812D· τῶν φυτευομένων Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 1. - «μανότης· ἀραιότης» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μανότης, -ητος, ἡ (Α) μανός
1. η χαλαρότητα, το πορώδες της σύστασης, σε αντιδιαστολή προς την πυκνότητα («σπληνὸς μανότης», Πλάτ.)
2. σπανιότητα, αραιότητα (μανότης τῶν φυτευομένων», θεόφρ.).
Greek Monotonic
μανότης: -ητος, ἡ,
I. χαλαρότητα στην ύφανση, πορώδης επιφάνεια, σε Αριστ.
II. πενιχρότητα, σπανιότητα, σε Πλάτ.
Middle Liddell
μανότης, ητος, ἡ,
I. looseness of texture, porousness, Arist.
II. fewness, scantiness, Plat.