μεγακλεής: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />très illustre.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[κλέος]]. | |btext=ής, ές :<br />très illustre.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[κλέος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεγακλεής:''' 2, gen. έος многославный, славнейший Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεγακλεής:''' -ές, [[πολύ]] [[διάσημος]], [[δημοφιλής]], το οποίο κλίνεται (όπως αν προερχόταν από το <i>μεγακλής</i>), <i>μεγακλέος</i>, <i>-έϊ</i>, <i>-έα</i>, <i>-έες</i>, <i>-έα</i>, σε Ανθ. | |lsmtext='''μεγακλεής:''' -ές, [[πολύ]] [[διάσημος]], [[δημοφιλής]], το οποίο κλίνεται (όπως αν προερχόταν από το <i>μεγακλής</i>), <i>μεγακλέος</i>, <i>-έϊ</i>, <i>-έα</i>, <i>-έες</i>, <i>-έα</i>, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μεγα-κλεής, ές<br />[[very]] [[famous]], declined (as if from μεγακλήσ) μεγακλέος, έϊ, έα, έες, έα, Anth. | |mdlsjtxt=μεγα-κλεής, ές<br />[[very]] [[famous]], declined (as if from μεγακλήσ) μεγακλέος, έϊ, έα, έες, έα, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, A very famous, acc. (as if from μεγακλής) μεγακλέᾰ Opp.C.2.4. II parox. Μεγακλέης as pr. n.
German (Pape)
[Seite 104] ές, hochberühmt, μεγακλέα δήνεα, Opp. Cyn. 2, 4, statt μεγακλεέα, s. εὐκλεής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très illustre.
Étymologie: μέγας, κλέος.
Russian (Dvoretsky)
μεγακλεής: 2, gen. έος многославный, славнейший Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μεγακλεής: -ές, λίαν ἔνδοξος, κλινόμενον ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσιν (ὡς ἐκ τοῦ μεγακλής), μεγακλέος, έϊ, έα, έες, έα Ὀππ. Κ. 2. 4, Γρηγ. Ναζ. ἐν Ἀνθ. Π. 8. 36, 43, 93, 99, 116, 143. II. παροξ. Μεγακλέης κύρ. ὄνομα ἐν τῇ οἰκογενείᾳ τῶν Ἀλκμεωνιδῶν.
Greek Monolingual
μεγακλεής, -ές (ΑM)
αυτός που έχει μεγάλη δόξα, πολύ ένδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + -κλεής (< κλέος), πρβλ. αγακλεής, δυσκλεής].
Greek Monotonic
μεγακλεής: -ές, πολύ διάσημος, δημοφιλής, το οποίο κλίνεται (όπως αν προερχόταν από το μεγακλής), μεγακλέος, -έϊ, -έα, -έες, -έα, σε Ανθ.
Middle Liddell
μεγα-κλεής, ές
very famous, declined (as if from μεγακλήσ) μεγακλέος, έϊ, έα, έες, έα, Anth.