μεταρσιολέσχης: Difference between revisions
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0153.png Seite 153]] ὁ, = [[μετεωρολέσχης]], der über Erhabenes, über himmlische Dinge schwatzt, Plat. Sis. 389 a. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0153.png Seite 153]] ὁ, = [[μετεωρολέσχης]], der über Erhabenes, über himmlische Dinge schwatzt, Plat. Sis. 389 a. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεταρσιολέσχης:''' ου ὁ болтающий о возвышенном, небесном Plat. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεταρσιολέσχης]], ὁ (Α)<br />αυτός που αερολογεί σχετικά με τα [[υψηλά]] και ουράνια θέματα, ο [[μετεωρολέσχης]] («τοὺς μεταρσιολέσχας ἅπαντας [[οἶσθα]] ζητοῦντας, πότερον ἄπειρός ἐστιν ἤ [[πέρας]] ἔχων», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μετάρσιος]] «[[ασταθής]], [[μάταιος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>λεσχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέσχη]] «[[τόπος]] συνάθροισης, [[συζήτηση]]»), [[πρβλ]]. [[αδολέσχης]], [[μετεωρολέσχης]]). | |mltxt=[[μεταρσιολέσχης]], ὁ (Α)<br />αυτός που αερολογεί σχετικά με τα [[υψηλά]] και ουράνια θέματα, ο [[μετεωρολέσχης]] («τοὺς μεταρσιολέσχας ἅπαντας [[οἶσθα]] ζητοῦντας, πότερον ἄπειρός ἐστιν ἤ [[πέρας]] ἔχων», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μετάρσιος]] «[[ασταθής]], [[μάταιος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>λεσχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέσχη]] «[[τόπος]] συνάθροισης, [[συζήτηση]]»), [[πρβλ]]. [[αδολέσχης]], [[μετεωρολέσχης]]). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, = μετεωρολέσχης, Pl.Sis.389a.
German (Pape)
[Seite 153] ὁ, = μετεωρολέσχης, der über Erhabenes, über himmlische Dinge schwatzt, Plat. Sis. 389 a.
Russian (Dvoretsky)
μεταρσιολέσχης: ου ὁ болтающий о возвышенном, небесном Plat.
Greek (Liddell-Scott)
μεταρσιολέσχης: -ου, ὁ, = μετεωρολέσχης, Πλάτ. Σίσυφ. 389Α.
Greek Monolingual
μεταρσιολέσχης, ὁ (Α)
αυτός που αερολογεί σχετικά με τα υψηλά και ουράνια θέματα, ο μετεωρολέσχης («τοὺς μεταρσιολέσχας ἅπαντας οἶσθα ζητοῦντας, πότερον ἄπειρός ἐστιν ἤ πέρας ἔχων», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετάρσιος «ασταθής, μάταιος» + -λεσχης (< λέσχη «τόπος συνάθροισης, συζήτηση»), πρβλ. αδολέσχης, μετεωρολέσχης).