μικρολογία: Difference between revisions
πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ou</i> [[σμικρολογία]];<br />ας (ἡ) :<br /><b>1</b> attention donnée à de petites choses, petitesse d'esprit;<br /><b>2</b> parcimonie, avarice.<br />'''Étymologie:''' [[μικρολόγος]]. | |btext=<i>ou</i> [[σμικρολογία]];<br />ας (ἡ) :<br /><b>1</b> attention donnée à de petites choses, petitesse d'esprit;<br /><b>2</b> parcimonie, avarice.<br />'''Étymologie:''' [[μικρολόγος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῑκρολογία:''' и σμῑκρολογία ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[пристрастие к пустякам]], [[мелочность]] Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[пустое словопрение]] (χαίρειν ἐᾶσθαι τὰς σμικρολογίας ταύτας Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[умаление]], [[принижение]] Isocr.;<br /><b class="num">4)</b> [[скупость]], [[скаредность]] Polyb., Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μῑκρολογία:''' ή σμικρ-, ἡ, ο [[χαρακτήρας]] του μικρολόγου, [[ματαιολογία]], [[επιπολαιότητα]], [[μικρότητα]], τσιγκουνιά, σε Πλάτ. κ.λπ. | |lsmtext='''μῑκρολογία:''' ή σμικρ-, ἡ, ο [[χαρακτήρας]] του μικρολόγου, [[ματαιολογία]], [[επιπολαιότητα]], [[μικρότητα]], τσιγκουνιά, σε Πλάτ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 14:40, 3 October 2022
English (LSJ)
or σμικρολογία (v. μικρός), ἡ, A meanness, stinginess, Thphr.Char.10, Plb.31.27.16. II pettiness, Pl.R.486a, Arist.Metaph.995a10, Plot.1.4.7; hair-splitting, Isoc.13.8, etc.: pl., meticulous arguments, 'logic-chopping', Pl.Hp.Ma. 304b; minutiae, in Art, D.H.Comp.25. 2 disparagement, depreciating language, Isoc.15.2.
German (Pape)
[Seite 184] ἡ, das Wesen des μικρολόγος, Kleinigkeitskrämerei, Plat. Rep. VI, 486 a; Verkleinerungssucht, Isocr. 15, 2; den λῆροι u. ὕθλοι entsprechend, Luc. Vit. auct. 17; καὶ γλισχρότης, Plut. Them. 5; Ggstz von ὕβρις, Knauserei, Luc. Nigr. 22 D. Mort. 10, 8; Sparsamkeit, merced. cond. 20 Iup. trag. 15; oft bei Plut. im Ggstz von μεγαλοψυχία, Cat. min. 5; διὰ τὴν πρὸς ἀλλήλους μικρολογίαν, Heraclid. bei Ath. XII, 526 a, Streit um Kleinigkeiten; bes. auch kleinlicher Geiz, Pol. 32, 13, 16; Luc. Iov. Trag. 15.
French (Bailly abrégé)
ou σμικρολογία;
ας (ἡ) :
1 attention donnée à de petites choses, petitesse d'esprit;
2 parcimonie, avarice.
Étymologie: μικρολόγος.
Russian (Dvoretsky)
μῑκρολογία: и σμῑκρολογία ἡ
1) пристрастие к пустякам, мелочность Plut.;
2) пустое словопрение (χαίρειν ἐᾶσθαι τὰς σμικρολογίας ταύτας Plat.);
3) умаление, принижение Isocr.;
4) скупость, скаредность Polyb., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρολογία: ἢ σμικρ- (ἴδε μικρός), ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ μικρολόγου· ἡ ἀνόητος φλυαρία· μικρόνοια, Πλάτ. Πολ. 486Α, κτλ., ἴδε ἐν λ. ἄτοπος· γλισχρότης, φειδωλία, Θεοφρ. Χαρ. 10· ― ἐν τῷ πληθ., σμικρότητες, μηδαμινὰ πράγματα, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 304Β. ΙΙ. τὸ ὑποβιβάζειν καὶ παριστάνειν τι μικρὸν διὰ τοῦ λόγου, Ἰσοκρ. 310Β.
Greek Monolingual
η
(Α μικρολογία και σμικρολογία) μικρολόγος
1. το να μιλάει ή να ασχολείται κανείς με ασήμαντα πράγματα, ανόητη φλυαρία
2. η ενασχόληση με ασήμαντες λεπτομέρειες
3. σχολαστικότητα
αρχ.
1. μικροπρέπεια
2. το να υποβιβάζει κανείς κάποιον ή κάτι με τα λόγια του, το να αποδίδει κανείς ταπεινωτικό και εξευτελιστικό χαρακτηρισμό σε κάποιον
3. φειδωλότητα, φιλαργυρία, τσιγγουνιά
4. στον πληθ. ασήμαντα πράγματα.
Greek Monotonic
μῑκρολογία: ή σμικρ-, ἡ, ο χαρακτήρας του μικρολόγου, ματαιολογία, επιπολαιότητα, μικρότητα, τσιγκουνιά, σε Πλάτ. κ.λπ.
Middle Liddell
the character of a μικρολόγος, frivolity: pettiness, meanness, Plat., etc. [from μῑκρολόγος]