μυσάττομαι: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> μυσαχθήσομαι, <i>ao.</i> ἐμυσάχθην, <i>pf. inus.</i><br />éprouver de l'horreur <i>ou</i> de l'aversion : [[ἐπί]] τινι, pour qch ; [[τι]], avoir qch en horreur.<br />'''Étymologie:''' [[μύσος]]. | |btext=<i>f.</i> μυσαχθήσομαι, <i>ao.</i> ἐμυσάχθην, <i>pf. inus.</i><br />éprouver de l'horreur <i>ou</i> de l'aversion : [[ἐπί]] τινι, pour qch ; [[τι]], avoir qch en horreur.<br />'''Étymologie:''' [[μύσος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῠσάττομαι:''' (fut. μυσαχθήσομαι, aor. ἐμυσάχθην) испытывать отвращение, содрогаться от ужаса (ὡς ἐπὶ τέρατι Luc.): παίδων μυσαχθεῖσ᾽ εἰσόδους Eur. содрогнувшись от ужаса при входе детей. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μῠσάττομαι:''' ([[μύσος]]), μέλ. <i>μυσαχθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐμυσάχθην</i>, αποθ.· [[αισθάνομαι]] αποτροπιασμό σε οτιδήποτε αηδιαστικό, μισητό, αποστρέφομαι, [[σιχαίνομαι]], με αιτ., σε Ευρ., Ξεν. | |lsmtext='''μῠσάττομαι:''' ([[μύσος]]), μέλ. <i>μυσαχθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐμυσάχθην</i>, αποθ.· [[αισθάνομαι]] αποτροπιασμό σε οτιδήποτε αηδιαστικό, μισητό, αποστρέφομαι, [[σιχαίνομαι]], με αιτ., σε Ευρ., Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μῠσάττομαι, [[μύσος]]<br />Dep.: to [[feel]] [[disgust]] at [[anything]] [[loathsome]], to [[loathe]], [[abominate]], c. acc., Eur., Xen. | |mdlsjtxt=μῠσάττομαι, [[μύσος]]<br />Dep.: to [[feel]] [[disgust]] at [[anything]] [[loathsome]], to [[loathe]], [[abominate]], c. acc., Eur., Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 3 October 2022
English (LSJ)
fut. μυσαχθήσομαι Luc.DMeretr.11.3: aor. ἐμυσάχθην E.Med.1149, Luc.Somn.8: also aor. 1 part. Med. μυσαξάμενος Ph.2.301: (μύσος):—feel disgust at, loathe, c. acc., Hp.Morb.2.48, E.l.c., X.Cyr.1.3.5; ὡς ἐπὶ τέρατι Luc.Prom.Es4.
German (Pape)
[Seite 222] dep. pass., Abscheu u. Ekel wie vor etwas Unreinem empfinden, übh. verabscheuen, VLL. erkl. δυσχεραίνειν, ἀποστρέφεσθαι; παίδων μυσαχθεῖσ' εἰσόδους, Eur. Med. 1149; Xen. Cyr. 1, 3, 5; τὴν ἀηδίαν μυσαχθείς, Luc. bis acc. 21; μυσαχθήσόμενος, D. Mer. 11, 3.
French (Bailly abrégé)
f. μυσαχθήσομαι, ao. ἐμυσάχθην, pf. inus.
éprouver de l'horreur ou de l'aversion : ἐπί τινι, pour qch ; τι, avoir qch en horreur.
Étymologie: μύσος.
Russian (Dvoretsky)
μῠσάττομαι: (fut. μυσαχθήσομαι, aor. ἐμυσάχθην) испытывать отвращение, содрогаться от ужаса (ὡς ἐπὶ τέρατι Luc.): παίδων μυσαχθεῖσ᾽ εἰσόδους Eur. содрогнувшись от ужаса при входе детей.
Greek (Liddell-Scott)
μῠσάττομαι: μέλλ. μυσαχθήσομαι Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 11. 3· ἀόρ. ἐμυσάχθην Θεμίστ. 19, ὑποτ. μυσαχθῇς Λουκ. Ἐνύπν. 8, μετοχ. μυσαχθεὶς Εὐρ. Μήδ. 1149, Λουκ. Δὶς Κατ. 21: ἀποθ.: (μύσος). Βδελύττομαι, ἀποστρέφομαι, σικχαίνομαι, μετ’ αἰτιατ., Ἱππ. 477. 25, Εὐρ. Μήδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. 1. 3, 5· ἐπί τινι Λουκ. Προμ. 4. - Τὸ ἐνεργ. μυσάττω μόνον παρ’ Ἡσύχ., παρὰ δὲ Ἀκύλᾳ (Α΄ Βασιλ. ΚΕ΄, 26) μυσάζω.
Greek Monolingual
μυσάττομαι (Α)
αποστρέφομαι, βδελύσσομαι, σιχαίνομαι αηδιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυσ-ακ-jομαι < θ. μυσ- του μύσος «μίασμα, ακαθαρσία» με εκφραστική παρέκταση -ακ. Ο χαρακτήρας -κ- του θέματος εμφανίζεται στα παράγωγα του ρήματος και με τα υπόλοιπα ουρανικά σύμφωνα -γ- και -χ-: μύσαγμα, μυσαχνός (πρβλ. βδελύττομαι - βδέλυγμα - βδελυχρός)].
Greek Monotonic
μῠσάττομαι: (μύσος), μέλ. μυσαχθήσομαι, αόρ. αʹ ἐμυσάχθην, αποθ.· αισθάνομαι αποτροπιασμό σε οτιδήποτε αηδιαστικό, μισητό, αποστρέφομαι, σιχαίνομαι, με αιτ., σε Ευρ., Ξεν.
Middle Liddell
μῠσάττομαι, μύσος
Dep.: to feel disgust at anything loathsome, to loathe, abominate, c. acc., Eur., Xen.