οὐρανομήκης: Difference between revisions
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />qui s'étend jusqu’au ciel <i>ou</i> aussi loin que le ciel.<br />'''Étymologie:''' [[οὐρανός]], [[μῆκος]]. | |btext=ης, ες:<br />qui s'étend jusqu’au ciel <i>ou</i> aussi loin que le ciel.<br />'''Étymologie:''' [[οὐρανός]], [[μῆκος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οὐρᾰνομήκης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[высокий до неба]] ([[ἐλάτη]] Hom.; δένδρεα Her.; [[φοίνιξ]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[возносящийся к небу]] ([[φωνή]] Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οὐρᾰνομήκης:''' -ες ([[μῆκος]]),<br /><b class="num">1.</b> ψηλός ως τον ουρανό, αυτός που εκτείνεται ως τον ουρανό, εξαιρετικά ψηλός ή [[ευμήκης]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>δένδρεα</i>, σε Ηρόδ.· [[λαμπάς]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[θαυμαστός]], [[εξαίσιος]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''οὐρᾰνομήκης:''' -ες ([[μῆκος]]),<br /><b class="num">1.</b> ψηλός ως τον ουρανό, αυτός που εκτείνεται ως τον ουρανό, εξαιρετικά ψηλός ή [[ευμήκης]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>δένδρεα</i>, σε Ηρόδ.· [[λαμπάς]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[θαυμαστός]], [[εξαίσιος]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=οὐρᾰνο-μήκης, ες [[μῆκος]]<br /><b class="num">1.</b> [[high]] as [[heaven]], [[shooting]] up to [[heaven]], [[exceeding]] [[high]] or [[tall]], Od.; δένδρεα Hdt.; [[λαμπάς]] Aesch.<br /><b class="num">2.</b> metaph. [[stupendous]], Ar. | |mdlsjtxt=οὐρᾰνο-μήκης, ες [[μῆκος]]<br /><b class="num">1.</b> [[high]] as [[heaven]], [[shooting]] up to [[heaven]], [[exceeding]] [[high]] or [[tall]], Od.; δένδρεα Hdt.; [[λαμπάς]] Aesch.<br /><b class="num">2.</b> metaph. [[stupendous]], Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 3 October 2022
English (LSJ)
ες, A high as heaven, shooting up to heaven, exceeding high or exceeding tall, ἐλάτη Od.5.239; δένδρεα Hdt.2.138; στήλη Lys.Fr.14; λαμπάς A.Ag.92 (anap.); Ἄθω οὐρανομήκη (voc.) Xerxis Epist. ap. Plu.2.455d. 2 metaph., οὐρανομήκης φωνή, κλέος, Ar.Nu. 357, 459 (lyr.); κακόν Arist.Rh.1408b13; οὐ. ποιεῖν τι to exalt it to the skies, Isoc.15.134; οὐ. σημεῖα τῆς εὐνοίας Epicur.Fr.183; διαφορά Phld. Rh.2.272 S.; ἐλπίδες Eun.Hist.p.251 D.
German (Pape)
[Seite 417] ες, himmelhoch, bis in den Himmel ragend; ἐλάτη, Od. 5, 239; δένδρεα, Her. 2, 138; φοῖνιξ Mel. 1 (VI, 1); οὐρ. λαμπὰς ἀνίσχει, Aesch. Ag. 92; Ar. Nubb. 356; κλέος, 458; auch übertr., οὐρανόμηκές τι ποιεῖν, Isocr. 15, 134; κακόν, Arist. rhet. 3, 11; κλέος, Ep. ad. 211. 505 (App. 308. VII, 84); σημεῖα, Plut. non posse 15.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui s'étend jusqu’au ciel ou aussi loin que le ciel.
Étymologie: οὐρανός, μῆκος.
Russian (Dvoretsky)
οὐρᾰνομήκης:
1) высокий до неба (ἐλάτη Hom.; δένδρεα Her.; φοίνιξ Anth.);
2) возносящийся к небу (φωνή Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
οὐρᾰνομήκης: -ες, ὑψηλὸς ὅσον ὁ οὐρανός, ὁ μέχρις οὐρανοῦ ἐκτεινόμενος, καθ’ ὑπερβολὴν ὑψηλός, ἐλάτη Ὀδ. Ε. 239˙ δένδρεα Ἡρόδ. 2. 138˙ στήλη Λυσ. παρ’ Ἀριστείδ.˙ λαμπὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 92˙ Ἄθως οὐρανομήκη (κλητ.) Ξέρξου Ἐπιστ. παρὰ Πλουτ. 2. 455D. 2) μεταφορ., οὐρ. φωνή, κλέος Ἀριστοφ. Νεφ. 357, 459· κακὸν Ἄδηλ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 11, 7˙ οὐρ. ποιεῖν τι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 142. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐρανομήκη˙ ὑψηλὸν λίαν».
English (Autenrieth)
(μῆκος): high as heaven, Od. 5.239†.
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ οὐρανομήκης, -όμηκες)
1. αυτός που φαίνεται να φτάνει σε ύψος ώς τον ουρανό, πανύψηλος («δένδρεα οὐρανομήκεα», Ηρόδ.)
2. μτφ. έντονος, δυνατός (α. «ουρανομήκεις ζητωκραυγές» — ενθουσιώδεις, δυνατές ζητωκραυγές
β. «οὐρανομήκη ῥήξατε κἀμοὶ φωνήν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ανδρο-μήκης].
Greek Monotonic
οὐρᾰνομήκης: -ες (μῆκος),
1. ψηλός ως τον ουρανό, αυτός που εκτείνεται ως τον ουρανό, εξαιρετικά ψηλός ή ευμήκης, σε Ομήρ. Οδ.· δένδρεα, σε Ηρόδ.· λαμπάς, σε Αισχύλ.
2. μεταφ., θαυμαστός, εξαίσιος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
οὐρᾰνο-μήκης, ες μῆκος
1. high as heaven, shooting up to heaven, exceeding high or tall, Od.; δένδρεα Hdt.; λαμπάς Aesch.
2. metaph. stupendous, Ar.