πολύφορβος: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος <i>ou poét.</i> η, ον :<br />très nourrissant <i>ou</i> qui nourrit beaucoup d'êtres.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φέρβω]].
|btext=ος <i>ou poét.</i> η, ον :<br />très nourrissant <i>ou</i> qui nourrit beaucoup d'êtres.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φέρβω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολύφορβος:''' и 3 питающий многих ([[γαῖα]] Hom., Hes.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύφορβος:''' -ον και -η, -ον ([[φορβή]]), αυτός που τρέφει πολλούς, [[άφθονος]], [[γόνιμος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
|lsmtext='''πολύφορβος:''' -ον και -η, -ον ([[φορβή]]), αυτός που τρέφει πολλούς, [[άφθονος]], [[γόνιμος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύφορβος:''' и 3 питающий многих ([[γαῖα]] Hom., Hes.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύφορβος]], ον, [[φορβή]]<br />[[feeding]] [[many]], [[bountiful]], Il., Hes.
|mdlsjtxt=[[πολύφορβος]], ον, [[φορβή]]<br />[[feeding]] [[many]], [[bountiful]], Il., Hes.
}}
}}

Revision as of 15:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφορβος Medium diacritics: πολύφορβος Low diacritics: πολύφορβος Capitals: ΠΟΛΥΦΟΡΒΟΣ
Transliteration A: polýphorbos Transliteration B: polyphorbos Transliteration C: polyforvos Beta Code: polu/forbos

English (LSJ)

ον, also η, ον Il.9.568, Hes.Th.912: (φορβή):—feeding many, bountiful, γαῖα Il. 14.200,301; Δημήτηρ Hes.l.c.

German (Pape)

[Seite 676] nahrungsreich, viele nährend; γαῖα, Il. 14, 200. 301; auch πολυφόρβη, 9, 568; Hes. Th. 912; vgl. Buttm. Schol. Od. 11, 423.

French (Bailly abrégé)

ος ou poét. η, ον :
très nourrissant ou qui nourrit beaucoup d'êtres.
Étymologie: πολύς, φέρβω.

Russian (Dvoretsky)

πολύφορβος: и 3 питающий многих (γαῖα Hom., Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύφορβος: -ον, ὡσαύτως η, ον, Ἰλ. Ι. 568, Ἡσ. Θ. 912· (φορβή)· ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολλὴν φορβὴν ἔχουσα, ἡ πολλοὺς τρέφουσα, γαῖα Ἰλ. Ξ. 200· ἐπὶ τῆς Δήμητρος πολυφόρβης Ἡσ. Θεογ. 912, κλπ.

English (Autenrieth)

(φορβή): much-nourishing, bountiful. (Il.)

Greek Monolingual

-ον, και πολύφορβος, -η, -ον, Α
1. (για τη γη ή για τη θεά Δήμητρα) αυτός που έχει πολλή τροφή
2. αυτός που δίνει τροφή σε πολλούς, πολυτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φορβος (< φορβή «τροφή»), πρβλ. μονό-φορβος].

Greek Monotonic

πολύφορβος: -ον και -η, -ον (φορβή), αυτός που τρέφει πολλούς, άφθονος, γόνιμος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Middle Liddell

πολύφορβος, ον, φορβή
feeding many, bountiful, Il., Hes.