προσήνεμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />exposé au vent.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἄνεμος]].
|btext=ος, ον :<br />exposé au vent.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἄνεμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''προσήνεμος:''' [[наветренный]]: τὸ προσήνεμον Arst. наветренное место.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσήνεμος:''' -ον ([[ἄνεμος]]), αυτός που είναι στραμμένος προς τον άνεμο, αυτός που προφυλάσσει από άνεμο, αντίθ. προς το [[ὑπήνεμος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''προσήνεμος:''' -ον ([[ἄνεμος]]), αυτός που είναι στραμμένος προς τον άνεμο, αυτός που προφυλάσσει από άνεμο, αντίθ. προς το [[ὑπήνεμος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''προσήνεμος:''' [[наветренный]]: τὸ προσήνεμον Arst. наветренное место.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προσ-ήνεμος, ον, [[ἄνεμος]]<br />[[towards]] the [[wind]], to [[windward]], opp. to [[ὑπήνεμος]], Xen.
|mdlsjtxt=προσ-ήνεμος, ον, [[ἄνεμος]]<br />[[towards]] the [[wind]], to [[windward]], opp. to [[ὑπήνεμος]], Xen.
}}
}}

Revision as of 15:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσήνεμος Medium diacritics: προσήνεμος Low diacritics: προσήνεμος Capitals: ΠΡΟΣΗΝΕΜΟΣ
Transliteration A: prosḗnemos Transliteration B: prosēnemos Transliteration C: prosinemos Beta Code: prosh/nemos

English (LSJ)

ον, (ἄνεμος) exposed to the wind, towards the wind, to windward, X.Oec.18.6; καθίζειν ἐν προσηνέμῳ καὶ σκιᾶ Arist.HA616b14; τὰ προσήνεμα = the places exposed to the wind Id.GA 783a32; τὰ εὔπνοα καὶ προσήνεμα Thphr.CP2.9.1, etc.

German (Pape)

[Seite 765] ον, dem Winde ausgesetzt, Xen. oec. 18, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
exposé au vent.
Étymologie: πρός, ἄνεμος.

Russian (Dvoretsky)

προσήνεμος: наветренный: τὸ προσήνεμον Arst. наветренное место.

Greek (Liddell-Scott)

προσήνεμος: -ον, (ἄνεμος) ὁ πρὸς τὸν ἄνεμον ἐστραμμένος, ἀντίθετον τῷ ὑπήνεμος, Ξεν. Οἰκ. 18, 6· καθίζειν ἐν προσηνέμῳ καὶ σκιᾷ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 16, 1· τὰ πρ. ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 22· τὰ εὔπνοα καὶ πρ. Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 1, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / προσήνεμος, -ον, ΝΜΑ (για τόπο ή κτήριο) στραμμένος προς τον άνεμο, προς την κατεύθυνση από την οποία πνέει συνήθως ο άνεμος.
επίρρ...
προσηνέμως και προσήνεμα Ν
προς μέρος προσήνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -ήνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. εν-ήνεμος, με έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

προσήνεμος: -ον (ἄνεμος), αυτός που είναι στραμμένος προς τον άνεμο, αυτός που προφυλάσσει από άνεμο, αντίθ. προς το ὑπήνεμος, σε Ξεν.

Middle Liddell

προσ-ήνεμος, ον, ἄνεμος
towards the wind, to windward, opp. to ὑπήνεμος, Xen.