τοιχωρύχος: Difference between revisions
m (Text replacement - "ύ˘" to "ῠ́") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=τοιχωρῠ́χος | ||
|Medium diacritics=τοιχωρύχος | |Medium diacritics=τοιχωρύχος | ||
|Low diacritics=τοιχωρύχος | |Low diacritics=τοιχωρύχος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=toichorychos | |Transliteration C=toichorychos | ||
|Beta Code=toixw/ruxos | |Beta Code=toixw/ruxos | ||
|Definition=(parox.), ὁ, (τοῖχος, ὀρύσσω) | |Definition=(parox.), ὁ, ([[τοῖχος]], [[ὀρύσσω]]) [[one who digs through the wall]], i.e. [[housebreaker]], [[burglar]], sometimes as term of abuse, Ar.Nu.1327, Ra.773, Pl.204, Amips.24, etc.; τ. καὶ ἱερόσυλοι Pl.Lg.831e: as adjective, of things, ὦ τοιχωρύχον [[λαγύνιον]] = O [[knavish]] [[flask]], Diph. 3.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1125.png Seite 1125]] ὁ, der die Wand durchbricht, in ein Haus einbricht u. stiehlt, übh. ein Spitzbube, Schelm, Betrüger; Ar. Nub. 1309 Plut. 204 u. öfter; καὶ ἱερόσυλοι, Plat. Legg. VIII, 831 e; Sp., wie Pol. 13, 6, 4. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1125.png Seite 1125]] ὁ, der die Wand durchbricht, in ein Haus einbricht u. stiehlt, übh. ein Spitzbube, Schelm, Betrüger; Ar. Nub. 1309 Plut. 204 u. öfter; καὶ ἱερόσυλοι, Plat. Legg. VIII, 831 e; Sp., wie Pol. 13, 6, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui perce un mur pour s'introduire dans une maison et voler ; voleur.<br />'''Étymologie:''' [[τοῖχος]], [[ὀρύσσω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τοιχωρύχος:''' ὁ [[взломщик]], [[громила]] Arph., Plat., Polyb. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τοιχωρύχος''': [ῠ], ὁ, ([[ὀρύσσω]]) ὁ διορύττων τοῖχον, ὁ λαθραίως καὶ διὰ διορύξεως τοῦ τοίχου εἰσερχόμενος εἰς ξένην οἰκίαν, [[κλέπτης]], Ἀριστοφ. Νεφ. 1327, Βάτρ. 773, Πλ. 204, κ. ἀλλ.· τ. καὶ ἱερόσυλοι Πλάτ. Νομ. 831Ε· ἐπὶ πραγμάτων, ὦ τοιχωρύχον [[λαγύνιον]], ἄθλιον, ἐλεεινόν, Δίφιλος ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σ. 308. | |lstext='''τοιχωρύχος''': [ῠ], ὁ, ([[ὀρύσσω]]) ὁ διορύττων τοῖχον, ὁ λαθραίως καὶ διὰ διορύξεως τοῦ τοίχου εἰσερχόμενος εἰς ξένην οἰκίαν, [[κλέπτης]], Ἀριστοφ. Νεφ. 1327, Βάτρ. 773, Πλ. 204, κ. ἀλλ.· τ. καὶ ἱερόσυλοι Πλάτ. Νομ. 831Ε· ἐπὶ πραγμάτων, ὦ τοιχωρύχον [[λαγύνιον]], ἄθλιον, ἐλεεινόν, Δίφιλος ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σ. 308. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τοιχωρύχος:''' [ῠ], ὁ ([[ὀρύσσω]]), αυτός που διορύττει τοίχο για να εισέλθει σε [[ξένο]] [[σπίτι]], [[ληστής]], [[κλέφτης]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''τοιχωρύχος:''' [ῠ], ὁ ([[ὀρύσσω]]), αυτός που διορύττει τοίχο για να εισέλθει σε [[ξένο]] [[σπίτι]], [[ληστής]], [[κλέφτης]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=τοιχωρῠ́χος, ὁ, [[ὀρύσσω]]<br />one who digs [[through]] the [[wall]], i. e. a housebreaker, [[burglar]], [[robber]], Ar. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:25, 3 October 2022
English (LSJ)
(parox.), ὁ, (τοῖχος, ὀρύσσω) one who digs through the wall, i.e. housebreaker, burglar, sometimes as term of abuse, Ar.Nu.1327, Ra.773, Pl.204, Amips.24, etc.; τ. καὶ ἱερόσυλοι Pl.Lg.831e: as adjective, of things, ὦ τοιχωρύχον λαγύνιον = O knavish flask, Diph. 3.1.
German (Pape)
[Seite 1125] ὁ, der die Wand durchbricht, in ein Haus einbricht u. stiehlt, übh. ein Spitzbube, Schelm, Betrüger; Ar. Nub. 1309 Plut. 204 u. öfter; καὶ ἱερόσυλοι, Plat. Legg. VIII, 831 e; Sp., wie Pol. 13, 6, 4.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui perce un mur pour s'introduire dans une maison et voler ; voleur.
Étymologie: τοῖχος, ὀρύσσω.
Russian (Dvoretsky)
τοιχωρύχος: ὁ взломщик, громила Arph., Plat., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
τοιχωρύχος: [ῠ], ὁ, (ὀρύσσω) ὁ διορύττων τοῖχον, ὁ λαθραίως καὶ διὰ διορύξεως τοῦ τοίχου εἰσερχόμενος εἰς ξένην οἰκίαν, κλέπτης, Ἀριστοφ. Νεφ. 1327, Βάτρ. 773, Πλ. 204, κ. ἀλλ.· τ. καὶ ἱερόσυλοι Πλάτ. Νομ. 831Ε· ἐπὶ πραγμάτων, ὦ τοιχωρύχον λαγύνιον, ἄθλιον, ἐλεεινόν, Δίφιλος ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σ. 308.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
1. αυτός που εισέρχεται παράνομα σε ένα κτήριο διατρυπώντας τους τοίχους
2. συνεκδ. διαρρήκτης, λωποδύτης
αρχ.
ως επίθ. (για πράγμ.) άθλιος, ελεεινός («τοιχωρύχον λαγύνιον», Δίφιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + -ωρύχος (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. μεταλλ-ωρύχος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
τοιχωρύχος: [ῠ], ὁ (ὀρύσσω), αυτός που διορύττει τοίχο για να εισέλθει σε ξένο σπίτι, ληστής, κλέφτης, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
τοιχωρῠ́χος, ὁ, ὀρύσσω
one who digs through the wall, i. e. a housebreaker, burglar, robber, Ar.