φεύξιμος: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[φύξιμος]]. | |btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[φύξιμος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φεύξῐμος:''' Polyb., Plut. = [[φύξιμος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α [[φεῡξις]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να διαφύγει κάποιον ή [[κάτι]], [[φύξιμος]] («δούλῳ φευξίμῳ [[βωμός]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φευκτός]]». | |mltxt=-ον, Α [[φεῡξις]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να διαφύγει κάποιον ή [[κάτι]], [[φύξιμος]] («δούλῳ φευξίμῳ [[βωμός]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φευκτός]]». | ||
}} | }} |
Revision as of 16:35, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, later form of A φύξιμος, τόπος Plb.13.6.9; ἔστι δούλῳ φευξίμῳ βωμός Plu.2.166e. II = φευκτός, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1267] ον, = φύξιμος, Pol. 13, 6,9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. φύξιμος.
Russian (Dvoretsky)
φεύξῐμος: Polyb., Plut. = φύξιμος.
Greek (Liddell-Scott)
φεύξῐμος: -ον, μεταγεν. τύπος τοῦ φύξιμος, τόπος Πολύβ. 13. 6, 9· δούλῳ φ. βωμὸς Πλούτ. 2. 166F ―ὡσαύτως = φευκτός. Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, Α φεῡξις
1. αυτός που μπορεί να διαφύγει κάποιον ή κάτι, φύξιμος («δούλῳ φευξίμῳ βωμός», Πλούτ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «φευκτός».