ἀβασάνιστος: Difference between revisions
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non mis à la question ; sans souffrance, sans gêne;<br /><b>2</b> qu’on ne cherche pas à savoir au moyen de la torture ; <i>en gén.</i> non examiné, non recherché.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[βασανίζω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non mis à la question ; sans souffrance, sans gêne;<br /><b>2</b> qu’on ne cherche pas à savoir au moyen de la torture ; <i>en gén.</i> non examiné, non recherché.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[βασανίζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀβᾰσάνιστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неисследованный]], [[неиспытанный]] (ἀβασάνιστον παραλείπειν τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> не подвергаемый пыткам, т. е. неприкосновенный (τὸ [[σῶμα]] τοῦ ἱερέως Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀβᾰσάνιστος:''' -ον ([[βασανίζω]]), αυτός που δεν εξετάζεται με ερωτήσεις, [[αβασάνιστος]]· λέγεται για πράγματα, μη διακριβωμένος, [[ανεξέταστος]], [[αδοκίμαστος]], σε Πλούτ.· επίρρ. [[ἀβασανίστως]], [[χωρίς]] [[εξακρίβωση]], [[ανάκριση]], [[χωρίς]] έλεγχο, [[ερώτηση]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ἀβᾰσάνιστος:''' -ον ([[βασανίζω]]), αυτός που δεν εξετάζεται με ερωτήσεις, [[αβασάνιστος]]· λέγεται για πράγματα, μη διακριβωμένος, [[ανεξέταστος]], [[αδοκίμαστος]], σε Πλούτ.· επίρρ. [[ἀβασανίστως]], [[χωρίς]] [[εξακρίβωση]], [[ανάκριση]], [[χωρίς]] έλεγχο, [[ερώτηση]], σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[βασανίζω]]<br />not examined by [[torture]], untortured; of things, [[unexamined]], Plut.; adv. -τως, without [[examination]], Thuc. | |mdlsjtxt=[[βασανίζω]]<br />not examined by [[torture]], untortured; of things, [[unexamined]], Plut.; adv. -τως, without [[examination]], Thuc. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:05, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A not tortured, ἀ. θνῄσκειν J.BJ1.32.3, cf. Plu.2.275c; κημοῖς ὑπερῴαν ἀ. Ael.NA13.9. Adv. ἀβασανίστως = without pain, βλέπειν τὸν ἥλιον ib. 10.14. 2 untried, unexamined, ἀ. τι ἐᾶσαι Antipho 1.13; ἀπολιπεῖν Plb.4.75.3; παραλείπειν Plu.2.59c. Adv. ἀβασανίστως = without due examination, Th. 1.20, Plu.2.28b.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no torturado οὐκ ὀφείλω θνῄσκειν ἀ. I.BI 1.635
•fig. del estilo literario no torturado, natural D.H.Imit.3.3 (cód.).
2 de la boca del caballo no castigada ὑπερῴα ἀ. Ael.NA 13.9.
II no probado, no comprobado ἀβασάνιστόν τι ἐᾶσαι Antipho 1.13, ἀπολιπεῖν Plb.4.75.3, παραλιπεῖν Plu.2.59c, ἢ ὅτι βάσανός τις ἐλευθέρων ὁ ὅρκος ἐστί, δεῖ δ' ἀβασάνιστον εἶναι καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν τοῦ ἱερέως; o como el juramento es una «prueba» para los hombres libres ¿conviene que no sean «probados» ni el alma ni el cuerpo del sacerdote? (c. ref. a I 1) Plu.2.275c, ἡ κρίσις Heraclit.All.3
•subst. τὸ ἀβασάνιστον = falta de comprobación o examen de los textos sagrados, Gr.Nyss.Tres dei 54.19.
III adv. ἀβασανίστως
1 sin daño οἱ ... ἱέρακες ... ταῖς ἀκτῖσι τοῦ ἡλίου ... ἀβασανίστως ἀντιβλέποντες Ael.NA 10.14
•sin tormentos Aesop.177.1, 2.
2 sin comprobación, sin previo examen τὰς ἀκοὰς ... ἀβασανίστως παρ' ἀλλήλων δέχονται Th.1.20, cf. Plu.2.28c, οὐκ ἀβασανίστως δὲ ἦλθεν καὶ ἐπὶ τὴν δοκιμασίαν ταύτην PMerton 26.11 (III d.C.), Aen.Gaz.Thphr.63.16.
German (Pape)
[Seite 2] nicht gefoltert, Plnt. qu. Rom. 44, nicht durch die Folter erforscht, Antiph. 1, 13, σιωπώμενον καὶ αβ. ἐᾶν; überh. unersrtert, Plut. u. Sp. ἀβ. τι παραλείπειν. – Bei KS. auch ungesucht, natürlich. – Adv. ἀβασανίστως, οἶ ἄνθρωποι τὰς ακοὰς ἀβ. δέχονται, ohne genaue Prüfung, Thuc. 1, 20.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non mis à la question ; sans souffrance, sans gêne;
2 qu’on ne cherche pas à savoir au moyen de la torture ; en gén. non examiné, non recherché.
Étymologie: ἀ, βασανίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀβᾰσάνιστος:
1) неисследованный, неиспытанный (ἀβασάνιστον παραλείπειν τι Plut.);
2) не подвергаемый пыткам, т. е. неприкосновенный (τὸ σῶμα τοῦ ἱερέως Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀβᾰσάνιστος: ον· μὴ ἐξετασθεὶς διὰ βασάνου ἢ ἐρωτήσεων, μὴ βασανισθείς, μὴ ἐρωτηθείς. Ἀντιφῶν 112, 46. ἀβ. θνήσκειν = Ἰωσήπ. Ἰουδ. πολ. Ι, 32, 3. ἀβ. βλέπειν (δηλ. τὸν ἥλιον) = ἄνευ πόνου, ἐπὶ τῶν ἱεράκων. Αἰλ. περὶ Ζ. Ἰδ. 10. 14. 2) Περὶ πραγμάτων = ἀδοκίμαστον, ἀνεξέταστον. ἀβ. παραλείπειν τι. Πλουτ. 2. 59 Β. 3) ἐπίρρ. -τως ἄνευ ζητήσεως ἢ ἐρωτήσεως. Θουκ. 1, 20. Πλουτ. 2. 28. Β.
Greek Monotonic
ἀβᾰσάνιστος: -ον (βασανίζω), αυτός που δεν εξετάζεται με ερωτήσεις, αβασάνιστος· λέγεται για πράγματα, μη διακριβωμένος, ανεξέταστος, αδοκίμαστος, σε Πλούτ.· επίρρ. ἀβασανίστως, χωρίς εξακρίβωση, ανάκριση, χωρίς έλεγχο, ερώτηση, σε Θουκ.
Middle Liddell
βασανίζω
not examined by torture, untortured; of things, unexamined, Plut.; adv. -τως, without examination, Thuc.