ἀμφίδασυς: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=hérissé tout autour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[δασύς]].
|btext=hérissé tout autour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[δασύς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφίδᾰσυς:''' εια, υ<br /><b class="num">1)</b> [[окруженный бахромой]] ([[αἰγίς]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[обросший волосами]], [[лохматый]] (κόρσαι ap. Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφίδᾰσυς:''' -εια, -υ, διακοσμημένος με δέντρα, λέγεται για την Αιγίδα, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀμφίδᾰσυς:''' -εια, -υ, διακοσμημένος με δέντρα, λέγεται για την Αιγίδα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφίδᾰσυς:''' εια, υ<br /><b class="num">1)</b> [[окруженный бахромой]] ([[αἰγίς]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[обросший волосами]], [[лохматый]] (κόρσαι ap. Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[fringed]] all [[round]], of the Aegis, Il.
|mdlsjtxt=<br />[[fringed]] all [[round]], of the Aegis, Il.
}}
}}

Revision as of 17:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίδᾰσυς Medium diacritics: ἀμφίδασυς Low diacritics: αμφίδασυς Capitals: ΑΜΦΙΔΑΣΥΣ
Transliteration A: amphídasys Transliteration B: amphidasys Transliteration C: amfidasys Beta Code: a)mfi/dasus

English (LSJ)

εια, υ, shaggy or fringed all round, epithet of the Aegis, which was hung with θύσανοι, Il.15.309; also of the head of Marsyas, Simon.177.

Spanish (DGE)

(ἀμφίδᾰσυς) -εια, -υ
bordeado de flecos o simplemente espeso de la Egida Il.15.309
bien poblado χρυσῷ ... συνήρμοσεν ἀμφιδασείας κόρσας Simon.160D.

French (Bailly abrégé)

hérissé tout autour.
Étymologie: ἀμφί, δασύς.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίδᾰσυς: εια, υ
1) окруженный бахромой (αἰγίς Hom.);
2) обросший волосами, лохматый (κόρσαι ap. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίδασυς: εια, υ, ὁ λάσιος, ὁ ἀμφοτέρωθενπανταχόθεν δασύς, ἐπίθ. τῆς αἰγίδος τοῦ Ἀπόλλωνος, ἔχε δ’ αἰγίδα… ἀμφιδάσειαν «κύκλῳ δασεῖαν διὰ τοὺς θυσάνους» (Σχόλ.), Ἰλ. Ο. 309· ὡσαύτως καὶ περὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ Μαρσύου, Ποιητής παρὰ Πλουτάρχ. 2. 456Β.

English (Autenrieth)

σεια (δασύς): shaggy all around, thick-fringed, epithet of the Aegis, Il. 15.309†.

Greek Monolingual

ἀμφίδασυς, -εια, -υ (Α)
αυτός που είναι από όλες τις πλευρές δασύς, δασύτριχος, πυκνόμαλλος, τριχωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + δασύς.

Greek Monotonic

ἀμφίδᾰσυς: -εια, -υ, διακοσμημένος με δέντρα, λέγεται για την Αιγίδα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell


fringed all round, of the Aegis, Il.