ἀμφίδρομος: Difference between revisions
Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui court autour ; qui enveloppe.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[δραμεῖν]]. | |btext=ος, ον :<br />qui court autour ; qui enveloppe.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[δραμεῖν]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφίδρομος:'''<br /><b class="num">1)</b> бегущий вокруг, окружающий или кружащий(ся) ([[κῦμα]] Soph.; ἄστρων ἕλικες Anth.);<br /><b class="num">2)</b> подверженный действию приливов и отливов, по друг. изобилующий водоворотами (οἱ κατὰ τὸν πορθμὸν τόποι Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμφίδρομος:''' -ον ([[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει [[ολόγυρα]], αυτός που περικλείει, που περιβάλλει, σε Σοφ. | |lsmtext='''ἀμφίδρομος:''' -ον ([[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει [[ολόγυρα]], αυτός που περικλείει, που περιβάλλει, σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[δραμεῖν]]<br />[[running]] [[round]], encompassing, inclosing, Soph. | |mdlsjtxt=[[δραμεῖν]]<br />[[running]] [[round]], encompassing, inclosing, Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A running both ways, οἱ κατὰ τὸν πορθμὸν τόποι ἀ. ὄντες subject to a constant ebb and flow, Plb.34.2.5; πορθμός with harbour on both sides, Pl.Com.24D. 2 encompassing, enclosing, S.Aj.352; ἄρκυς ἱστάναι ἀ. X.Cyn.6.5 (dub.). II pr. n. Ἀμφίδρομος, divinity connected with ἀμφιδρόμια, A.Fr.222.
Spanish (DGE)
-ον
I pas.
1 que tiene puertos en ambas orillas πορθμός Pl.Com.228c.
2 que tiene doble ronda τεῖχος Eust.653.58.
3 sometido a dos corrientes contrarias ἐν τοῖς κατὰ τὸν πορθμὸν τόποις ἀμφιδρόμοις οὖσι καὶ δυσέκπλοις διὰ τὰς παλιρροίας Plb.34.2.5.
II act. que rodea, envolvente κῦμα S.Ai.352
•que gira ἄστρων ... ἀμφιδρόμους ἕλικας AP 9.577 (Ptol.), ὄρφνη Nonn.D.36.391.
German (Pape)
[Seite 138] 1) zu umlaufen. τεῖχος, Sp. – 2) herumlaufend, umschließend, κῦμα Soph. Ai. 346; nach Anderen die sich im Kreise drehenden strudelnden Wellen; Strabo ἀμφίδρομοι τόποι, Stellen mit Strudeln; Pol. 34, 2; ἄστρων ἕλικες Ptolem. 2 (IX, 577).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui court autour ; qui enveloppe.
Étymologie: ἀμφί, δραμεῖν.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίδρομος:
1) бегущий вокруг, окружающий или кружащий(ся) (κῦμα Soph.; ἄστρων ἕλικες Anth.);
2) подверженный действию приливов и отливов, по друг. изобилующий водоворотами (οἱ κατὰ τὸν πορθμὸν τόποι Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίδρομος: -ον, ὁ τρέχων πρὸς μέρος τι καὶ ἔπειτα πάλιν ἐπιστρέφων, ὡς τὰ ὕδατα ἐν τῇ παλιρροίᾳ, οἱ κατὰ τὸν πορθμὸν τόποι ἀμφ. ὄντες = ὑποκείμενοι εἰς συνεχῆ πλημμυρίδα καὶ ἄμπωτιν, Πολύβ. 34. 2, 5, πρβλ. Στράβ. 23. 2) ὁ περιβάλλων, ὁ περικλείων, Σοφ. Αἴ. 352· ἄκρυς ἱστάναι ἀμφ. Ξεν. Κυν. 6. 5.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμφίδρομος, -ον)
αυτός που τρέχει ή απλώς κινείται προς κάποια κατεύθυνση και γυρίζει πάλι πίσω
αρχ.
1. αυτός που υπόκειται σε συνεχή παλίρροια
2. αυτός που περιτρέχει, που περιδινείται κυκλικά
3. (για πορθμούς) αυτός που έχει λιμάνι και στις δύο πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -δρομος < δρόμος.
ο Ζωολ.
γένος χερσαίων σαλιγκαριών (Γαστερόποδα Μαλάκια) τών τροπικών χωρών. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο το ζώο προστατεύει τα αβγά του. Τυλίγει ένα φύλλο σε σωλήνα, κλείνει το ένα άκρο με βλέννα και τοποθετεί τα αβγά του στον κύλινδρο που δημιουργείται.
Greek Monotonic
ἀμφίδρομος: -ον (δραμεῖν), αυτός που τρέχει ολόγυρα, αυτός που περικλείει, που περιβάλλει, σε Σοφ.