Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνοιστέος: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ἀναφέρω]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ἀναφέρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνοιστέος:''' adj. verb. к [[ἀναφέρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνοιστέος]], -α, -ον (ρημ. επίθ.) (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[πρέπει]] να αναφερθεί<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>ανοιστέον</i><br />α) [[πρέπει]] [[κανείς]] να κάνει φανερό<br />β) [[πρέπει]] να αναφέρει [[κάποιος]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανοίσω</i>, μέλλ. του [[αναφέρω]]].
|mltxt=[[ἀνοιστέος]], -α, -ον (ρημ. επίθ.) (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[πρέπει]] να αναφερθεί<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>ανοιστέον</i><br />α) [[πρέπει]] [[κανείς]] να κάνει φανερό<br />β) [[πρέπει]] να αναφέρει [[κάποιος]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανοίσω</i>, μέλλ. του [[αναφέρω]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνοιστέος:''' adj. verb. к [[ἀναφέρω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[ἀναφέρω]],]<br />one must [[report]], Soph., Eur.:— one must [[refer]], τι πρός τι Plut.
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[ἀναφέρω]],]<br />one must [[report]], Soph., Eur.:— one must [[refer]], τι πρός τι Plut.
}}
}}

Revision as of 17:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοιστέος Medium diacritics: ἀνοιστέος Low diacritics: ανοιστέος Capitals: ΑΝΟΙΣΤΕΟΣ
Transliteration A: anoistéos Transliteration B: anoisteos Transliteration C: anoisteos Beta Code: a)noiste/os

English (LSJ)

α, ον, A to be referred, E.Fr.970. II ἀνοιστέον one must carry back or report, S.Ant.272, E.HF1221:—one must refer, τι πρός τι Plu. Phoc.5; ἐπί τι Thphr.CP4.11.8.

Spanish (DGE)

-ον
1 hay que referir σοὶ τοὔργον S.Ant.272, ἐκεῖσ' ἀ., ὅτ' ... hay que referirse a aquella ocasión en que ... E.HF 1221
tb. concertado ἀνοιστέος λόγος palabras que han de ser referidas E.Fr.970.
2 hay que atribuirlo ἐπὶ τὴν χώραν Thphr.CP 4.11.8, πρὸς τὸ ἦθος Plu.Phoc.5.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de ἀναφέρω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνοιστέος: adj. verb. к ἀναφέρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοιστέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀναφέρω, πρέπει τις νὰ ἀνενεχθῇ, ἀλλ’ ἀνοιστέοςλόγος ... ἐπὶ τὴν ἐξ ἀρχῆς ὑπόθεσιν Εὐρ. παρὰ Πλουτ. 2. 431Α. ΙΙ. ἀνοιστέον, πρέπει τις ν’ ἀναφέρῃ νὰ ποιήσῃ φανερόν, ἦν δ’ ὁ μῦθος ὡς ἀνοιστέον σοὶ τοὔργον εἴη τοῦτο κοὐχὶ κρυπτέον Σοφ. Ἀντ. 272, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1221: - πρέπει τις νὰ ἀναφέρῃ, νὰ ἀναγάγῃ, τι πρός τι Πλουτ. Φωκ. 5· ἐπί τι Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 11. 8.

Greek Monolingual

ἀνοιστέος, -α, -ον (ρημ. επίθ.) (Α)
1. αυτός που πρέπει να αναφερθεί
2. (το ουδ.) ανοιστέον
α) πρέπει κανείς να κάνει φανερό
β) πρέπει να αναφέρει κάποιος κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανοίσω, μέλλ. του αναφέρω].

Middle Liddell

verb. adj. of ἀναφέρω,]
one must report, Soph., Eur.:— one must refer, τι πρός τι Plut.