ἀντιδιαίρεσις: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0251.png Seite 251]] ἡ, Gegenabtheilung, Galen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0251.png Seite 251]] ἡ, Gegenabtheilung, Galen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντιδιαίρεσις:''' εως ἡ лог. разделение, противопоставление, различение Diog. L. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντιδιαίρεσις]], η (Α)<br /><b>(Λογ.)</b> διχοτομική [[υποδιαίρεση]] έννοιας γένους σε δύο έννοιες είδους αντιφατικά αντίθετες (π.χ., από τα όντα [[είναι]] άλλα [[αγαθά]] και άλλα μη [[αγαθά]]). | |mltxt=[[ἀντιδιαίρεσις]], η (Α)<br /><b>(Λογ.)</b> διχοτομική [[υποδιαίρεση]] έννοιας γένους σε δύο έννοιες είδους αντιφατικά αντίθετες (π.χ., από τα όντα [[είναι]] άλλα [[αγαθά]] και άλλα μη [[αγαθά]]). | ||
}} | }} |
Revision as of 17:55, 3 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, in Logic, A division by dichotomy, Plot.4.4.28, 6.3.10, D.L.7.61, Iamb.Myst.1.15. II in Surgery, counterincision, Paul.Aeg.4.48.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 lóg. división en dicotomías ἀ. δέ ἐστι γένους εἰς εἶδος τομὴ κατὰ τοὐναντίον Diog.Bab.Stoic.3.215, cf. D.L.7.61, Plot.4.4.28, 6.3.10, Iambl.Myst.1.15.
2 cirug. incisión o corte opuesto a otro ya existente, Gal.1.386, 11.128, Paul.Aeg.4.48.1.
German (Pape)
[Seite 251] ἡ, Gegenabtheilung, Galen.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιδιαίρεσις: εως ἡ лог. разделение, противопоставление, различение Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιδιαίρεσις: -εως, ἡ, ἐν τῇ λογικῇ, ἡ κατ’ ἐναντίωσιν διαίρεσις, ὑποδιαίρεσις, ἀντιδιαίρεσίς ἐστι γένους εἰς εἶδος τομὴ κατὰ τοὐναντίον, ὡς ἂν κατ’ ἀπόφασιν, οἷον ‘τῶν ὄντων τὰ μέν ἐστιν ἀγαθὰ τὰ δὲ οὐκ ἀγαθὰ’ Διογ. Λ. 7. 61, Πλωτῖν. 4. 4, 28., 6. 3, 10.
Greek Monolingual
ἀντιδιαίρεσις, η (Α)
(Λογ.) διχοτομική υποδιαίρεση έννοιας γένους σε δύο έννοιες είδους αντιφατικά αντίθετες (π.χ., από τα όντα είναι άλλα αγαθά και άλλα μη αγαθά).