ἀντιλαγχάνω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=obtenir en partage à son tour <i>ou</i> à l'encontre ; <i>t. de droit</i> intenter une action en nullité, déposer une action reconventionnelle, soulever une exception.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[λαγχάνω]]. | |btext=obtenir en partage à son tour <i>ou</i> à l'encontre ; <i>t. de droit</i> intenter une action en nullité, déposer une action reconventionnelle, soulever une exception.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[λαγχάνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντιλαγχάνω:''' (pf. [[ἀντείληχα]]) юр. обжаловать, опротестовывать (παραγραφήν Dem.): ἀ. δίαιταν Dem. обжаловать решение третейского суда; ἀ. τὴν μὴ οὖσαν (sc. [[δίκην]]) Dem. возбуждать ходатайство об отмене судебного решения; ἀ. [[ἔρημον]] (sc. [[δίκην]]) Dem. опротестовывать вынесенное заочно решение. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντιλαγχάνω:''' μέλ. <i>-λήξομαι</i>, παρακ. <i>-είληχα</i>· ως [[νομικός]] όρος, <i>ἀντ. δίαιταν</i>, έχω ορισμένη (συγκεκριμένη) [[διαιτησία]], δηλ. έχει λήξει η προηγούμενη, σε Δημ.· <i>ἀντ. ἔρημον</i> (ενν. τὴν [[δίκην]]), [[κατορθώνω]] να την αναιρέσω ως άδικη, στον ίδ. | |lsmtext='''ἀντιλαγχάνω:''' μέλ. <i>-λήξομαι</i>, παρακ. <i>-είληχα</i>· ως [[νομικός]] όρος, <i>ἀντ. δίαιταν</i>, έχω ορισμένη (συγκεκριμένη) [[διαιτησία]], δηλ. έχει λήξει η προηγούμενη, σε Δημ.· <i>ἀντ. ἔρημον</i> (ενν. τὴν [[δίκην]]), [[κατορθώνω]] να την αναιρέσω ως άδικη, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />as a law-[[term]], ἀντ. δίαιταν to [[have]] a new [[arbitration]] granted, i. e. to get the old one set aside, Dem.; ἀντ. ἔρημον (sc. τὴν [[δίκην]]) to get it set aside by [[default]], Dem. | |mdlsjtxt=<br />as a law-[[term]], ἀντ. δίαιταν to [[have]] a new [[arbitration]] granted, i. e. to get the old one set aside, Dem.; ἀντ. ἔρημον (sc. τὴν [[δίκην]]) to get it set aside by [[default]], Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:05, 3 October 2022
English (LSJ)
pf. A -είληχα D.40.3:—as law-term, move for a rehearing of a suit, when the case had gone by default, ἀ. δίαιταν Id.21.86; ἀ. τὴν μὴ οὖσαν (sc. δίαιταν) ib.90, cf. Poll.8.61, Hsch.; τὴν ἔρημον (sc. δίκην) ἀ. D.32.27. II enter an exceptive plea, οἱ νόμοι διδόασι τὰς παραγραφὰς ἀντιλαγχάνειν Id.37.33. III bring counteraction, Procop.Arc.17.
Spanish (DGE)
jur.
1 recurrir contra δίαιταν D.21.86, τὴν μὴ οὖσαν (δίαιταν) D.21.90, 39.38.
2 alegar excepciones τὰς παραγραφάς D.37.33.
3 demandar a su vez δίκην οὐ γεγονότων ἐγκλημάτων ἀντιλαχοῦσαι τοὺς ἄνδρας ὑπῆγον Procop.Arc.17.24.
German (Pape)
[Seite 254] (s. λαγχάνω), dagegen durchs Loos erlangen; δίκην, eine Klage gegen ein gefälltes Urtheil erheben, z. B. δίκην ἔρημον ἀντιλαχεῖν Dem. 32, 27, gegen ein Contumacialurtheil auf restitutio in integrum klagen; vgl. Poll. 8, 61; τὴν μὴ οὖσαν, sc. δίκην, gegen eine Entscheidung als ungültig protestiren, Dem. 21, 90; παραγραφήν 37, 33; ἀντειλήχασιν 40, 3. Vgl. Hermann's Staatsalterth. §. 145, 1.
French (Bailly abrégé)
obtenir en partage à son tour ou à l'encontre ; t. de droit intenter une action en nullité, déposer une action reconventionnelle, soulever une exception.
Étymologie: ἀντί, λαγχάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιλαγχάνω: (pf. ἀντείληχα) юр. обжаловать, опротестовывать (παραγραφήν Dem.): ἀ. δίαιταν Dem. обжаловать решение третейского суда; ἀ. τὴν μὴ οὖσαν (sc. δίκην) Dem. возбуждать ходатайство об отмене судебного решения; ἀ. ἔρημον (sc. δίκην) Dem. опротестовывать вынесенное заочно решение.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιλαγχάνω: μέλλ. -λήξομαι: πρκμ. -είληχα Δημ. 1009. 4: - ὡς νομικὸς ὅρος, ἀντ. δίαιταν, «ἀντιλαχεῖν, ἀντικαλέσαι ἐστὶν» Α. Β. 184. 29. - «τὸ δίκην ἐπὶ διαιτητοῦ λαχόντα ἐρήμην ὄφλειν, καὶ πάλιν ἐπὶ τὰ αὐτὰ δικάζεσθαι» Ἡσύχ. - τὴν μὴ οὖσαν (δίκην) ἀντιλαχεῖν ἐξῆν αὐτῷ δήπου, ἐπετρέπετο νὰ διαμαρτυρηθῇ κατ’ αὐτῆς ὡς ἀκύρου, Δημ. 543. 14· ἵνα... τὴν ἔρημον (ἐνν. δίκην) ἀντιλάχῃ, κατορθώσῃ νὰ τὴν ἀναιρέσῃ ὡς ἄδικον, ὁ αὐτ. 889. 23· ἀντ. τὰς παραγραφὰς ὁ αὐτ. 976. 24: - πρβλ. Att. Process. 756.
Greek Monolingual
ἀντιλαγχάνω (AM)
μσν.
υποβάλλω αντικαταγγελία, αγωγή «κατ' ένστασιν»
αρχ.
1. ζητώ ή επιτυγχάνω επανεκδίκαση υπόθεσης
2. υποβάλλω ένσταση για ακυρότητα δίκης ή επιτυγχάνω την αποδοχή αυτής της ένστασης.
Greek Monotonic
ἀντιλαγχάνω: μέλ. -λήξομαι, παρακ. -είληχα· ως νομικός όρος, ἀντ. δίαιταν, έχω ορισμένη (συγκεκριμένη) διαιτησία, δηλ. έχει λήξει η προηγούμενη, σε Δημ.· ἀντ. ἔρημον (ενν. τὴν δίκην), κατορθώνω να την αναιρέσω ως άδικη, στον ίδ.
Middle Liddell
as a law-term, ἀντ. δίαιταν to have a new arbitration granted, i. e. to get the old one set aside, Dem.; ἀντ. ἔρημον (sc. τὴν δίκην) to get it set aside by default, Dem.