ἀποκαπύω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=exhaler.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[καπύω]]. | |btext=exhaler.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[καπύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποκᾰπύω:''' [[выдыхать]]: ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν Hom. и он испустил дух. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποκᾰπύω:''' [[εκπνέω]], [[βγάζω]] την [[ανάσα]] από το [[στήθος]] μου, [[αποπνέω]]· <i>ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν</i> (Επικ. αόρ. αʹ με [[τμήση]]), απέπνευσε την [[ζωή]] της, δηλ. λιποθύμησε (δεν πέθανε), λέγεται για την Ανδρομάχη, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἀποκᾰπύω:''' [[εκπνέω]], [[βγάζω]] την [[ανάσα]] από το [[στήθος]] μου, [[αποπνέω]]· <i>ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν</i> (Επικ. αόρ. αʹ με [[τμήση]]), απέπνευσε την [[ζωή]] της, δηλ. λιποθύμησε (δεν πέθανε), λέγεται για την Ανδρομάχη, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />to [[breathe]] [[away]], ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν (epic aor1 in tmesi) she gasped [[forth]] her [[life]], Il. | |mdlsjtxt=<br />to [[breathe]] [[away]], ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν (epic aor1 in tmesi) she gasped [[forth]] her [[life]], Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:05, 3 October 2022
English (LSJ)
(v. καπνός) breathe away, aor. 1 in tmesi, ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν she gasped forth her life, Il.22.467, cf. Q.S.6.523.
Spanish (DGE)
(ἀποκᾰπύω) exhalar ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσε Il.22.467.
German (Pape)
[Seite 305] aushauchen, in tmesi, ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν Iliad. 22, 467.
French (Bailly abrégé)
exhaler.
Étymologie: ἀπό, καπύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκᾰπύω: выдыхать: ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν Hom. и он испустил дух.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκαπύω: (ἴδε ἐν λ. καπνός), ἐκπνέω, ἀποπνέω, ἀόρ. α΄ ἐν τμήσει, ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν, ἀπέπνευσε τὴν ἑαυτῆς ζωήν, ἐλιποθύμησε (δὲν ἀπέθανε), περὶ τῆς Ἀνδρομάχης. Ἰλ. Χ. 467· ψυχὴν οὔτι κάπυσσεν Κ. Σμ. 6. 523.
Greek Monolingual
ἀποκαπύω (Α)
εκπνέω («ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν» — έχασε την πνοή της, λιποθύμησε, Όμηρος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + καπύω «εκπνέω»].
Greek Monotonic
ἀποκᾰπύω: εκπνέω, βγάζω την ανάσα από το στήθος μου, αποπνέω· ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν (Επικ. αόρ. αʹ με τμήση), απέπνευσε την ζωή της, δηλ. λιποθύμησε (δεν πέθανε), λέγεται για την Ανδρομάχη, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
to breathe away, ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν (epic aor1 in tmesi) she gasped forth her life, Il.