ἀπαραμύθητος: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> inexorable;<br /><b>2</b> inconsolable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[παραμυθέομαι]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> inexorable;<br /><b>2</b> inconsolable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[παραμυθέομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαραμύθητος:''' (ῡ)<b class="num">1)</b> [[неумолимый]] Plat., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[полный отчаяния]], [[безутешный]] ([[ἀθυμία]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαραμύθητος:''' [ῦ], -ον ([[παραμυθέομαι]]), αυτός που δεν μπορεί να πεισθεί ή να δεχθεί ικεσίες· λέγεται για δυσχερείς καταστάσεις, [[απαρηγόρητος]], [[ἀθυμία]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀπαραμύθητος:''' [ῦ], -ον ([[παραμυθέομαι]]), αυτός που δεν μπορεί να πεισθεί ή να δεχθεί ικεσίες· λέγεται για δυσχερείς καταστάσεις, [[απαρηγόρητος]], [[ἀθυμία]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαραμύθητος:''' (ῡ)<b class="num">1)</b> [[неумолимый]] Plat., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[полный отчаяния]], [[безутешный]] ([[ἀθυμία]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παραμυθέομαι]]<br />not to be persuaded, inconsolable, [[ἀθυμία]] Plut.
|mdlsjtxt=[[παραμυθέομαι]]<br />not to be persuaded, inconsolable, [[ἀθυμία]] Plut.
}}
}}

Revision as of 18:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαραμύθητος Medium diacritics: ἀπαραμύθητος Low diacritics: απαραμύθητος Capitals: ΑΠΑΡΑΜΥΘΗΤΟΣ
Transliteration A: aparamýthētos Transliteration B: aparamythētos Transliteration C: aparamythitos Beta Code: a)paramu/qhtos

English (LSJ)

[ῡ], ον, A not to be persuaded or entreated, inexorable, Pl.Epin.980d, Plu.2.629a. 2 incorrigible, in Adv. -τως Pl.Lg.731d. II of conditions, comfortless, Plu.2.332d; not admitting consolation, πάθος Jul.Or.8.245c; κακόν Hld.1.14. 2 of persons, inconsolable, Id.2.33. Adv. -τως Jul.Or.8.252a.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inexorable θεοί Pl.Epin.980d, πάθος Iul.Or.4.245c, κακόν Hld.1.14.6, τὸ ἐπίπονον Plu.2.332d, ὁ φθόνος Isid.Pel.Ep.M.78.664A, ζημία Chrys.M.59.529.
2 privado de consuelo, desconsolado με ... ἀπαραμύθητον ... ἐν γήρᾳ ... διάγειν Hld.2.33.7.
II no rodeado de palabras de una negativa seca Origenes Io.6.20 (p.129.28), cf. (130.6).
III adv. -ως incorregiblemente ἀκράτως καὶ ἀ. Pl.Lg.731d.

German (Pape)

[Seite 279] mit Worten nicht zu überreden, dah. 1) unerbittlich, θεός Plat. Epin. 980 d. – 2) untröstlich, ἀθυμία Plut. Crass. 22; τὸ ἐπίπονον οὐκ ἀπ. de Alex. fort. 1, 11; neben πολύπονος und βαρύς an. seni 6; – ἀπαραμυθήτως κακός, unverbesserlich, Plat. Legg. V, 731 d; vgl. Schol. Il. 16, 466.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 inexorable;
2 inconsolable.
Étymologie: , παραμυθέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαραμύθητος: (ῡ)1) неумолимый Plat., Plut.;
2) полный отчаяния, безутешный (ἀθυμία Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαραμύθητος: [ῡ], -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπείσῃ ἢ ἱκετεύσῃ, ἀδυσώπητος, Πλάτ. Ἐπινομ. 980D, Πλούτ. 2. 629Α· ὡσαύτως, ἀπαρηγόρητος, ἀθυμία, ὁ αὐτ. Κράσσ. 22: ― οὕτω, κακὸν Ἡλιόδ. 1. 14. 2) ἀδιόρθωτος, ἐν τῷ ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Νόμ. 731D. ΙΙ. ἐπὶ περιστάσεων ἢ καταστάσεως, ὁ στερούμενος παρηγορίας ἢ ἀνακουφίσεως, Πλούτ. 2. 332D, 187Β.

Greek Monolingual

ἀπαραμύθητος, -ον (AM) παραμυθούμαι
ο απαρηγόρητος
αρχ.
1. ο αδυσώπητος
2. ο αδιόρθωτος
3. ο αστήριχτος, ο αθεμελίωτος
4. ο ανικανοποίητος, ο αχόρταγος.

Greek Monotonic

ἀπαραμύθητος: [ῦ], -ον (παραμυθέομαι), αυτός που δεν μπορεί να πεισθεί ή να δεχθεί ικεσίες· λέγεται για δυσχερείς καταστάσεις, απαρηγόρητος, ἀθυμία, σε Πλούτ.

Middle Liddell

παραμυθέομαι
not to be persuaded, inconsolable, ἀθυμία Plut.