ἀπαρηγόρητος: Difference between revisions
ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> que l'on ne peut satisfaire, insatiable;<br /><b>2</b> inconsolable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[παρηγορέω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> que l'on ne peut satisfaire, insatiable;<br /><b>2</b> inconsolable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[παρηγορέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπαρηγόρητος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[непобедимый]], [[неукротимый]] ([[ἔρως]] ἀρχῆς Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[неутешный]], [[не слушающий уговоров]] (φυγάδες Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[неумолимый]], [[злобный]] (κυνάρια Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπαρηγόρητος:''' -ον ([[παρηγορέω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν είναι δυνατόν να παρηγορηθεί, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν είναι δυνατόν να νουθετηθεί ή να ελεγχθεί, να κυβερνηθεί, στον ίδ. | |lsmtext='''ἀπαρηγόρητος:''' -ον ([[παρηγορέω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν είναι δυνατόν να παρηγορηθεί, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν είναι δυνατόν να νουθετηθεί ή να ελεγχθεί, να κυβερνηθεί, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[παρηγορέω]]<br /><b class="num">I.</b> inconsolable, Plut.<br /><b class="num">II.</b> not to be [[advised]] or controlled, Plut. | |mdlsjtxt=[[παρηγορέω]]<br /><b class="num">I.</b> inconsolable, Plut.<br /><b class="num">II.</b> not to be [[advised]] or controlled, Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A unconsoled, Plu.Dem.22; admitting of no consolation, συμφορά J.AJ7.6.1. II not to be controlled, Men.798, Plu.Mar.2, Ant.6; inexorable, Hp.Decent.4. Adv. -τως inflexibly, Ph.2.196.
Spanish (DGE)
-ον
I inconsolado ἀ. ἐν τῷ πάθει κείμενον Plu.Dem.22.
II 1que no tiene consuelo, que no admite paliativos, desolador θανάτου φόβος Epicur. en Plu.2.1107a, συμφορά I.AI 7.118, αἰσχύνη Basil.M.31.1400D.
2 inexorable, inapelable τοιαύτη ἡ πρόρρησις ἀπαρηγόρητον ἐς ξύνεσιν ὁμογενέσιν Hp.Decent.4.
III que no hace caso, indócil, ingobernable Ἔρως Men.Fr.569, Plu.Ant.6, cf. Mar.2.
IV adv. -ως inconsolablemente Nil.M.79.196B.
German (Pape)
[Seite 280] nicht zuzureden, untröstlich, Ios.; Plut., bei dem es oft auch unersättlich ist, πλεονεξίαι Mar. 2; ἔρως ἀρχῆς Ant. 6; Men. Stob. flor. 64, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 que l'on ne peut satisfaire, insatiable;
2 inconsolable.
Étymologie: ἀ, παρηγορέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαρηγόρητος:
1) непобедимый, неукротимый (ἔρως ἀρχῆς Plut.);
2) неутешный, не слушающий уговоров (φυγάδες Plut.);
3) неумолимый, злобный (κυνάρια Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρηγόρητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παρηγορήσῃ, Πλουτ. Δημοσθ. 22, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 7, 6, 1. ΙΙ. ἀκυβέρνητος, ἀνυπότακτος, μόνος ἔστ’ ἀπαρηγόρητον ἀνθρώποις ἔρως Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 196, ἀκατάσχετος, Πλουτ. Μάριος 2, Ἀντών. 6: - Ἐπίρρ. -τως, ἀκάμπτως, Φίλων 2. 196, 42.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπαρηγόρητος, -ον)
αυτός που δεν παρηγορήθηκε ή που δεν μπορεί να τον παρηγορήσει κάποιος
αρχ.
1. ασυγκράτητος, αχόρταγος
2. αχαλιναγώγητος, ανυπότακτος
3. αδυσώπητος («ἀπαρηγόρητος ἀνθρώποις ἔρως», Μέν.)
Greek Monotonic
ἀπαρηγόρητος: -ον (παρηγορέω),
I. αυτός που δεν είναι δυνατόν να παρηγορηθεί, σε Πλούτ.
II. αυτός που δεν είναι δυνατόν να νουθετηθεί ή να ελεγχθεί, να κυβερνηθεί, στον ίδ.
Middle Liddell
παρηγορέω
I. inconsolable, Plut.
II. not to be advised or controlled, Plut.