ἄναυλος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br /><b>1</b> sans accompagnement de flûte ; <i>adv.</i> • [[ἄναυλα]] <i>m. sign.</i><br /><b>2</b> qui ne sait pas jouer de la flûte.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[αὐλός]].
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br /><b>1</b> sans accompagnement de flûte ; <i>adv.</i> • [[ἄναυλα]] <i>m. sign.</i><br /><b>2</b> qui ne sait pas jouer de la flûte.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[αὐλός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄναυλος:'''<br /><b class="num">1)</b> не сопровождаемый игрой на флейтах, т. е. безрадостный ([[κῶμος]] Eur.; ἔρωτες Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[не умеющий играть на флейте]], [[не понимающий музыки]] (αὐλῆσαι τοῖς ἀναύλοις Luc.);<br /><b class="num">3)</b> [[немузыкальный]], [[неблагозвучный]] ([[μέλη]] [[βοῶν]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄναυλος:''' -ον, αυτός που είναι [[χωρίς]] αυλό, δηλ. [[άχαρος]], [[μελαγχολικός]], σε Ευρ.· ουδ. πληθ., [[ἄναυλα]], ως επίρρ., σε Βάβρ.<br /><b class="num">II.</b> [[αδέξιος]], [[ανίκανος]] στο [[παίξιμο]] του αυλού, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἄναυλος:''' -ον, αυτός που είναι [[χωρίς]] αυλό, δηλ. [[άχαρος]], [[μελαγχολικός]], σε Ευρ.· ουδ. πληθ., [[ἄναυλα]], ως επίρρ., σε Βάβρ.<br /><b class="num">II.</b> [[αδέξιος]], [[ανίκανος]] στο [[παίξιμο]] του αυλού, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄναυλος:'''<br /><b class="num">1)</b> не сопровождаемый игрой на флейтах, т. е. безрадостный ([[κῶμος]] Eur.; ἔρωτες Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[не умеющий играть на флейте]], [[не понимающий музыки]] (αὐλῆσαι τοῖς ἀναύλοις Luc.);<br /><b class="num">3)</b> [[немузыкальный]], [[неблагозвучный]] ([[μέλη]] [[βοῶν]] Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> without the [[flute]], i. e. [[joyless]], [[melancholy]], Eur.: neut. pl. [[ἄναυλα]] as adv., Babr.<br /><b class="num">II.</b> [[unskilled]] in [[flute]]-playing, Luc.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> without the [[flute]], i. e. [[joyless]], [[melancholy]], Eur.: neut. pl. [[ἄναυλα]] as adv., Babr.<br /><b class="num">II.</b> [[unskilled]] in [[flute]]-playing, Luc.
}}
}}

Revision as of 18:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄναυλος Medium diacritics: ἄναυλος Low diacritics: άναυλος Capitals: ΑΝΑΥΛΟΣ
Transliteration A: ánaulos Transliteration B: anaulos Transliteration C: anavlos Beta Code: a)/naulos

English (LSJ)

(A), ον, A without the flute, κῶμος -ότατος a procession unaccompanied by flutes, i.e. joyless, E.Ph.791; ἔρωτες Plu.2.406a: neuter plural as adverb, ἄναυλα ὀρχεῖσθαι Babr.9.9; θύειν Plu.2.277f. 2 unmusical, μέλη βοῶν ἄναυλα (as Bgk. for ἄναυδα) S.Fr.699. II unskilled in flute-playing, Luc.Halc.7.
ἄναυλος (B), ον, (αὐλίον) A weary of its stall, χοῖρος dub. in Herod. 8.7.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no acompañado por la flauta de los seguidores de Ares por oposición a los de Dioniso κῶμος ἀναυλότατος E.Ph.791, de enamorados no amantes de la música de flauta o de lira pero no por ello menos ardientes, Plu.2.406a, de sacrificios sin coro y sin música de flauta, Plu.2.16c
neutr. plu. como adv. sin música de flauta ἄναυλα νῦν ὀρχεῖσθε Babr.9.9, τῶν ἱερέων ἄναυλα θυόντων Plu.2.277f
ἄνα[υ] λον βρέγμα (texto y sent. dud.), A.Fr.496.8.
2 discordante, no musical μέλη βοῶν ἄναυλα S.Fr.699, χοῖρος Herod.8.7.
II mal flautista Luc.Halc.7.

German (Pape)

[Seite 212] 1) ohne Flötenspiel, ἄναυλα ὀρχεῖσθαι Babr. 9, 9; dah. freudlos, κῶμον ἀναυλότατον προχορεύεις Eur. Phoen. 801, Schol. κακομουσοτάτην, vom Ares; θυσίαι Plut. aud. poet. 2, wie ἄναυλα θύειν qu. Rom. 55. – 2) des Flötenspiels unkundig, Luc. Halc. 7.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
1 sans accompagnement de flûte ; adv. • ἄναυλα m. sign.
2 qui ne sait pas jouer de la flûte.
Étymologie: , αὐλός.

Russian (Dvoretsky)

ἄναυλος:
1) не сопровождаемый игрой на флейтах, т. е. безрадостный (κῶμος Eur.; ἔρωτες Plut.);
2) не умеющий играть на флейте, не понимающий музыки (αὐλῆσαι τοῖς ἀναύλοις Luc.);
3) немузыкальный, неблагозвучный (μέλη βοῶν Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄναυλος: -ον, ἄνευ αὐλοῦ, κῶμον ἀναυλότατον προχορεύεις, οὐδαμῶς βακχικόν, Εὐρ. Φοίν. 791· ἔρωτες Πλούτ. 2. 406Α: οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ἄναυλα ὀρχεῖσθαι, ἄνευ αὐλοῦ, Βαρβ. 9. 9· θύειν Πλούτ. 2. 277Ε. 2) ἄμουσος, μέλη βοῶν ἄναυλα, ἄμουσα, (ὡς ὁ Bgk. γράφει ἀντὶ ἄναυδα) Σοφ. Ἀποσπ. 631. ΙΙ. ὁ μὴ γινώσκων νὰ αὐλῇ, Λουκ. Ἁλκυὼν 7.

Greek Monolingual

(I)
ἄναυλος, -ον (Α) αυλός
1. (για τραγούδι) εκείνο που δεν συνοδεύεται από αυλό
2. εκείνος που δεν παίζει αυλό
3. άμουσος, ακαλλιέργητος μουσικά.
(II)
-η, -ο ναύλος
1. χωρίς ναύλο, χωρίς να πληρωθεί ή να πληρώσει ναύλο
2. αυτός που έφυγε βιαστικά «εκών άκων», σαν κυνηγημένος.

Greek Monotonic

ἄναυλος: -ον, αυτός που είναι χωρίς αυλό, δηλ. άχαρος, μελαγχολικός, σε Ευρ.· ουδ. πληθ., ἄναυλα, ως επίρρ., σε Βάβρ.
II. αδέξιος, ανίκανος στο παίξιμο του αυλού, σε Λουκ.

Middle Liddell


I. without the flute, i. e. joyless, melancholy, Eur.: neut. pl. ἄναυλα as adv., Babr.
II. unskilled in flute-playing, Luc.