ἐκτοξεύω: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> lancer des flèches d'un endroit;<br /><b>2</b> épuiser ses traits ; <i>fig.</i> ἐκτ. βίον AR épuiser, <i>càd</i> user sa vie.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[τοξεύω]]. | |btext=<b>1</b> lancer des flèches d'un endroit;<br /><b>2</b> épuiser ses traits ; <i>fig.</i> ἐκτ. βίον AR épuiser, <i>càd</i> user sa vie.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[τοξεύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκτοξεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> (с какого-л. места) пускать, метать (βέλη Xen.);<br /><b class="num">2)</b> (о стрелах), [[выстреливать]], [[расходовать]], (ὥς [[σφι]] τὰ βέλεα [[ἐξετετόξευτο]] Her.); перен. истрачивать: τὸν ἐμὸν [[ἤδη]] νομίζων ἐκτετοξεῦσθαι βίον Arph. полагая, что жизнь моя прожита;<br /><b class="num">3)</b> [[истощаться]]: [[καί]] [[σου]] τὸ [[σῶφρον]] ἐξετόξευσεν φρενός Eur. запас твоей скромности истощился. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκτοξεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ρίχνω]] όλα τα βέλη, [[αδειάζω]] τη [[φαρέτρα]], σε Ηρόδ.· μεταφ., <i>ἐξετόξευσεν</i>, εξήντλησε όλα τα βέλη του, δηλ. δεν του απέμεινε [[καθόλου]] [[απόθεμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., [[τοξεύω]] από κάποιο [[μέρος]], [[ρίχνω]] βέλη, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἐκτοξεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ρίχνω]] όλα τα βέλη, [[αδειάζω]] τη [[φαρέτρα]], σε Ηρόδ.· μεταφ., <i>ἐξετόξευσεν</i>, εξήντλησε όλα τα βέλη του, δηλ. δεν του απέμεινε [[καθόλου]] [[απόθεμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., [[τοξεύω]] από κάποιο [[μέρος]], [[ρίχνω]] βέλη, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. σω<br /><b class="num">I.</b> to [[shoot]] out, [[shoot]] [[away]], Hdt.:— metaph., ἐξετόξευσεν has [[shot]] [[away]] all its arrows, i. e. has no [[resource]] [[left]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> absol. to [[shoot]] from a [[place]], [[shoot]] arrows, Xen. | |mdlsjtxt=fut. σω<br /><b class="num">I.</b> to [[shoot]] out, [[shoot]] [[away]], Hdt.:— metaph., ἐξετόξευσεν has [[shot]] [[away]] all its arrows, i. e. has no [[resource]] [[left]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> absol. to [[shoot]] from a [[place]], [[shoot]] arrows, Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:10, 3 October 2022
English (LSJ)
A shoot out, shoot away, τὰ βέλη ἐξετετόξευτο Hdt.1.214, etc.; ἐ. γραφήν Hld.9.5: metaph., τὸ σῶφρον ἐξετόξευσεν has shot away all its arrows, i.e. has no resource left, E.Andr.365; νομίζων ἐκτετοξεῦσθαι βίον Ar.Pl.34. 2 metaph., reject, banish, ἀλήθειαν Ph.1.528:—Pass., ὑπερόριος ἐ. ib.252. 3 abs., shoot from a place, shoot arrows, X.An.7.8.14,Arr.An.1.1.11. 4 Pass., of the pulse, Gal.8.486.
Spanish (DGE)
I 1disparar flechas X.An.7.8.14, ἐς τοὺς Θρᾷκας Arr.An.1.1.11, en v. pas. ὥς σφι τὰ βέλεα ἐξετετόξευτο Hdt.1.214, cf. Hero Bel.79.7.
2 vaciar de flechas, disparar todas las flechas del carcaj, en sent. fig., en v. pas. τὸν ἐμὸν ... ἤδη νομίζων ἐκτετοξεῦσθαι βίον Ar.Pl.34.
II 1disparar, lanzar como un proyectil γραφὴν ἐκτοξεύων lanzando una carta atada a una piedra, Hld.9.5, en v. pas., del aguijón del escorpión, Ctes.45d.15
•fig. σου τὸ σῶφρον ἐξετόξευσεν φρενός E.Andr.365.
2 expulsar, expeler en v. pas. c. gen. τὸ πῦρ ... τῶν ἑτεροφυῶν στοιχείων ἐκτοξευθέν ... el fuego, expelido de entre los elementos de distinta naturaleza Gr.Nyss.M.44.76D
•fig. echar, desterrar ἀλήθειαν Ph.1.528, en v. pas. ὑπερόριος ἐκτετόξευται φθόνος Ph.1.252.
III en v. med. ir lanzado, agitado del pulso, Gal.8.486.
German (Pape)
[Seite 782] 1) herausschießen, z. B. aus einem Thurme, Xen. An. 7, 8, 14 u. Sp. – 2) verschießen; βέλη ἐξετετόξευτο Her. 1, 214; Sp.; übertr., βίον, verleben, Ar. Plut. 34, Schol. ἀνηλῶσθαι. Aehnl. Eur. Andr. 365 τὸ σῶφρον ἐξετόξευσε φρενός, Hesych. ἐξέπεσεν, entschwand.
French (Bailly abrégé)
1 lancer des flèches d'un endroit;
2 épuiser ses traits ; fig. ἐκτ. βίον AR épuiser, càd user sa vie.
Étymologie: ἐκ, τοξεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτοξεύω:
1) (с какого-л. места) пускать, метать (βέλη Xen.);
2) (о стрелах), выстреливать, расходовать, (ὥς σφι τὰ βέλεα ἐξετετόξευτο Her.); перен. истрачивать: τὸν ἐμὸν ἤδη νομίζων ἐκτετοξεῦσθαι βίον Arph. полагая, что жизнь моя прожита;
3) истощаться: καί σου τὸ σῶφρον ἐξετόξευσεν φρενός Eur. запас твоей скромности истощился.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτοξεύω: ῥίπτω πάντα τὰ βέλη, κενῶ τὴν φαρέτραν, ὥς σφι τὰ βέλεα ἐξετετόξευτο Ἡρόδ. 1. 214, κτλ.· μεταφ., τὸ σῶφρον ἐξετόξευσεν, ἐξήντλησεν, Εὐρ. Ἀνδρ. 365· ἐν τῷ παθ., νομίζων ἐκτετοξεῦσθαι βίον Ἀριστοφ. Πλ. 34. 2) ἀπολ., ῥίπτω ἔκ τινος μέρους βέλη, τοξεύω, Ξεν. Ἀν. 7.8, 14, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, κτλ.
Greek Monolingual
(Α ἐκτοξεύω)
νεοελλ.
1. ρίχνω με ορμή, εκσφενδονίζω, εκτινάσσω
2. μτφ. (για δυσάρεστα λόγια) απευθύνω, εκστομίζω με θυμό («εκτόξευσε απειλές, κατηγορίες»)
αρχ.
1. ρίχνω βέλη με τόξο, τοξεύω
2. ρίχνω βέλη ώσπου να αδειάσει η φαρέτρα
3. μτφ. αποδοκιμάζω, απορρίπτω
4. μτφ. εξαντλούμαι, αναλίσκομαι («τὸν ἐμόν... σχεδὸν νομίζων ἐκτοξεῡσθαι βίον» — ότι ο βίος μου έχει σχεδόν εξαντληθεί, αναλωθεί, Αριστοφ.).
Greek Monotonic
ἐκτοξεύω: μέλ. -σω,
I. ρίχνω όλα τα βέλη, αδειάζω τη φαρέτρα, σε Ηρόδ.· μεταφ., ἐξετόξευσεν, εξήντλησε όλα τα βέλη του, δηλ. δεν του απέμεινε καθόλου απόθεμα, σε Ευρ.
II. απόλ., τοξεύω από κάποιο μέρος, ρίχνω βέλη, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. σω
I. to shoot out, shoot away, Hdt.:— metaph., ἐξετόξευσεν has shot away all its arrows, i. e. has no resource left, Eur.
II. absol. to shoot from a place, shoot arrows, Xen.