ἐξαυλίζομαι: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=changer de campement <i>ou</i> de quartier, décamper.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[αὐλίζομαι]]. | |btext=changer de campement <i>ou</i> de quartier, décamper.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[αὐλίζομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξαυλίζομαι:''' выселяться, воен. выступать (с места стоянки), переносить свою стоянку (εἰς κώμας τινάς Xen.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξαυλίζομαι:''' μέλ. <i>-ίσομαι</i>, αποθ., [[εγκαταλείπω]] το [[σημείο]] στρατοπέδευσης, [[εξέρχομαι]] από το [[στρατόπεδο]] προς την πόλη, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἐξαυλίζομαι:''' μέλ. <i>-ίσομαι</i>, αποθ., [[εγκαταλείπω]] το [[σημείο]] στρατοπέδευσης, [[εξέρχομαι]] από το [[στρατόπεδο]] προς την πόλη, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. ίσομαι<br />Dep. to [[leave]] one's [[quarters]], to go out of [[camp]] [[into]] villages, Xen. | |mdlsjtxt=fut. ίσομαι<br />Dep. to [[leave]] one's [[quarters]], to go out of [[camp]] [[into]] villages, Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 3 October 2022
English (LSJ)
leave one's quarters, ἐ. εἰς κώμας go out of camp into villages, X.An.7.8.21; -ισάμενοι ἀνεμένομεν v.l. in Luc.VH1.37.
Spanish (DGE)
I 1levantar el campamento ὁ Ἀσιδάτης ... ἐξαυλίζεται εἰς κώμας Asidates levanta el campamento en dirección a unas aldeas X.An.7.8.21.
2 acampar ἡμεῖς δὲ τὴν ἔφοδον ὑποπτεύοντες ἐξαυλισάμενοι ἀνεμένομεν Luc.VH 1.37 (cód.)
•en perf. pas. estar situado fuera ἦσαν ἀλλογενεῖς καὶ τῆς ἐξ Ἰσραὴλ ἀγέλης ἐξηυλισμένοι Cyr.Al.M.69.596C.
II ref. a la madera desbastar, part. perf. pas., de troncos desgastados κατάξηρα καὶ ἐξαυλισμένα glos. a αὖα πάλαι Sch.Od.5.240.
German (Pape)
[Seite 874] dep. pass., aus dem Quartier aufbrechen, ausrücken, Xen. An. 7, 8, 21.
French (Bailly abrégé)
changer de campement ou de quartier, décamper.
Étymologie: ἐξ, αὐλίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαυλίζομαι: выселяться, воен. выступать (с места стоянки), переносить свою стоянку (εἰς κώμας τινάς Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαυλίζομαι: ἀποθ., ἐξέρχομαι τῆς αὐλῆς ἐν ᾗ διέμενον, ἐπὶ στρατοῦ, ἐξαυλισάμενοι ἀνεμένομεν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Α. 37 (διαφ. γρ. ἐξοπλισάμενοι)· ὁ δὲ Ἀσιδάτης... ἐξαυλίζεται εἰς κώμας ὑπὸ τὸ Παρθένιον πόλισμα ἐχούσας, κατέλιπε τὴν θέσιν του καὶ ὑπῆγε καὶ ηὐλίσθη, κατέλυσεν εἰς κώμας, κτλ., Ξεν. Ἀν. 7. 8, 21.
Greek Monolingual
ἐξαυλίζομαι (AM) αυλίζομαι
βγαίνω από το στρατόπεδο και καταλύω κάπου («ἐξαυλίζεται εἰς κώμας», Ξεν.).
Greek Monotonic
ἐξαυλίζομαι: μέλ. -ίσομαι, αποθ., εγκαταλείπω το σημείο στρατοπέδευσης, εξέρχομαι από το στρατόπεδο προς την πόλη, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. ίσομαι
Dep. to leave one's quarters, to go out of camp into villages, Xen.