ἐπίθεμα: Difference between revisions
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0942.png Seite 942]] τό, das Daraufgestellte, -gelegte, der Deckel; bei den Medic. ein Umschlag; vgl. [[ἐπίθημα]] u. Lob. Phryn. 249. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0942.png Seite 942]] τό, das Daraufgestellte, -gelegte, der Deckel; bei den Medic. ein Umschlag; vgl. [[ἐπίθημα]] u. Lob. Phryn. 249. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίθεμα:''' ατος τό Arst., Diod. = [[ἐπίθημα]] 1. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἐπίθεμα]]) [[επιτίθημι]]<br /><b>1.</b> [[ουσία]] η οποία τοποθετείται εξωτερικώς σε πάσχοντα [[σημεία]] του σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς («υγρά, [[ψυχρά]], θερμά επιθέματα»)<br /><b>2.</b> [[αλοιφή]] ή [[έμπλαστρο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συγκρότημα]] από μικρά άχροα κύτταρα που καλύπτει λεπτή [[νεύρωση]] φυτού<br /><b>μσν.</b><br />[[διακοσμητική]] [[παράσταση]], [[διακόσμηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επικάλυμμα]], [[σκέπασμα]]<br /><b>2.</b> [[κιονόκρανο]]<br /><b>3.</b> [[πρόσθεση]], [[προσθήκη]]<br /><b>4.</b> [[πλειοδοσία]]<br /><b>5.</b> το [[στέλεχος]] του βέλους. | |mltxt=το (AM [[ἐπίθεμα]]) [[επιτίθημι]]<br /><b>1.</b> [[ουσία]] η οποία τοποθετείται εξωτερικώς σε πάσχοντα [[σημεία]] του σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς («υγρά, [[ψυχρά]], θερμά επιθέματα»)<br /><b>2.</b> [[αλοιφή]] ή [[έμπλαστρο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συγκρότημα]] από μικρά άχροα κύτταρα που καλύπτει λεπτή [[νεύρωση]] φυτού<br /><b>μσν.</b><br />[[διακοσμητική]] [[παράσταση]], [[διακόσμηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επικάλυμμα]], [[σκέπασμα]]<br /><b>2.</b> [[κιονόκρανο]]<br /><b>3.</b> [[πρόσθεση]], [[προσθήκη]]<br /><b>4.</b> [[πλειοδοσία]]<br /><b>5.</b> το [[στέλεχος]] του βέλους. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A = ἐπίθημα, cover, Arist.HA529b8 (v.l.-θημα), LXXEx.25.16(17), J.AJ3.6.5, IG3.14.18, Ruf. ap. Orib.4.2.6, Gal.12.889. 2. capital of a column, LXX 3 Ki.7.4 sq. 3. remedy for external application, Ruf.Ren.Ves.10, Dsc.Ther.19. 4. addition, POxy.500.14 (ii A.D.); higher bid, PAmh.2.85.21 (i A.D.). 5. shaft of an arrow, Paul.Aeg.6.88.
German (Pape)
[Seite 942] τό, das Daraufgestellte, -gelegte, der Deckel; bei den Medic. ein Umschlag; vgl. ἐπίθημα u. Lob. Phryn. 249.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίθεμα: ατος τό Arst., Diod. = ἐπίθημα 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίθεμα: τό, μεταγεν. τύπος τοῦ ἐπίθημα (ὅπερ πρέπει νὰ ἀποκατασταθῇ ἐν Ἱππ. 469. 47), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 24 (διάφ. γραφ. -θημα), Διόδ. 3. 14, Παυσ. 1. 2, 3· ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 249. 1) κάλυμμα, σκέπασμα, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 989b, 991b. 2) κιονόκρανον, Ἑβδ. (Γ΄Βασιλ. Ζ΄, 16 κἑξ.). 3) ἔμπλαστρον, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 2, εἰ ἡ γραφὴ ὀρθή.
Greek Monolingual
το (AM ἐπίθεμα) επιτίθημι
1. ουσία η οποία τοποθετείται εξωτερικώς σε πάσχοντα σημεία του σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς («υγρά, ψυχρά, θερμά επιθέματα»)
2. αλοιφή ή έμπλαστρο
νεοελλ.
συγκρότημα από μικρά άχροα κύτταρα που καλύπτει λεπτή νεύρωση φυτού
μσν.
διακοσμητική παράσταση, διακόσμηση
αρχ.
1. επικάλυμμα, σκέπασμα
2. κιονόκρανο
3. πρόσθεση, προσθήκη
4. πλειοδοσία
5. το στέλεχος του βέλους.