ἐπιτυχία: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0998.png Seite 998]] ἡ, die Erreichung eines Zweckes oder Wunsches, Glück bei Etwas, Pol. 1, 6, 4 u. öfter, wie a. Sp.; τῶν μαντευμάτων D. Hal. 3, 70. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0998.png Seite 998]] ἡ, die Erreichung eines Zweckes oder Wunsches, Glück bei Etwas, Pol. 1, 6, 4 u. öfter, wie a. Sp.; τῶν μαντευμάτων D. Hal. 3, 70. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιτυχία:''' ἡ [[преуспеяние]], [[успех]], [[удача]] Polyb. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἐπιτυχία]]) [[επιτυχής]]<br />αίσια και [[ευτυχής]] [[έκβαση]], [[ευδοκίμηση]], [[ευόδωση]], [[τελεσφόρηση]] (α. «[[επιτυχία]] στις εξετάσεις» β. «τὴν ἐν ταῖς μάχαις ἐπιτυχίαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[σύνοδος]], [[συνάντηση]], [[σχέση]] («τὸ διακαὲς τοῦ πόθου τῇ ἐλπίδι τῆς ἐπιτυχίας ἀναψύχοντες», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τύχη]], [[ευτυχία]] («ὁκόσα ἐπιτυχίῃ ποιέουσιν οἱ ἰητροί», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[πλεονέκτημα]], [[υπεροχή]], [[κέρδος]]<br /><b>3.</b> [[έργο]], [[επιχείρηση]]. | |mltxt=η (AM [[ἐπιτυχία]]) [[επιτυχής]]<br />αίσια και [[ευτυχής]] [[έκβαση]], [[ευδοκίμηση]], [[ευόδωση]], [[τελεσφόρηση]] (α. «[[επιτυχία]] στις εξετάσεις» β. «τὴν ἐν ταῖς μάχαις ἐπιτυχίαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[σύνοδος]], [[συνάντηση]], [[σχέση]] («τὸ διακαὲς τοῦ πόθου τῇ ἐλπίδι τῆς ἐπιτυχίας ἀναψύχοντες», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τύχη]], [[ευτυχία]] («ὁκόσα ἐπιτυχίῃ ποιέουσιν οἱ ἰητροί», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[πλεονέκτημα]], [[υπεροχή]], [[κέρδος]]<br /><b>3.</b> [[έργο]], [[επιχείρηση]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ,
A luck, chance, ὁκόσα ἐπιτυχίῃ ποιέουσιν οἱ ἰητροί Hp.Morb.1.1.
2 success, opp. ἀποτυχία, ἀποτυχίη, Democr.275; ἐν ταῖς μάχαις Plb.1.6.4; τῶν μαντευμάτων D.H.3.70; ἔργων OG1678.2 (Egypt, ii A.D.): pl., Phld.Po.2.33; advantage, Ph.2.326.
b κατ' ἐπιτυχίαν = casually, by a fortunate coincidence, Plot.2.3.7.
3 undertaking, ματαία ἐπιτυχία BGU1060.3(i B.C.).
German (Pape)
[Seite 998] ἡ, die Erreichung eines Zweckes oder Wunsches, Glück bei Etwas, Pol. 1, 6, 4 u. öfter, wie a. Sp.; τῶν μαντευμάτων D. Hal. 3, 70.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτυχία: ἡ преуспеяние, успех, удача Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτῠχία: ἡ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πολύβ. 1. 6, 4, Διον. Ἁλ. 3. 70, κτλ.
Greek Monolingual
η (AM ἐπιτυχία) επιτυχής
αίσια και ευτυχής έκβαση, ευδοκίμηση, ευόδωση, τελεσφόρηση (α. «επιτυχία στις εξετάσεις» β. «τὴν ἐν ταῖς μάχαις ἐπιτυχίαν», Πολ.)
μσν.
σύνοδος, συνάντηση, σχέση («τὸ διακαὲς τοῦ πόθου τῇ ἐλπίδι τῆς ἐπιτυχίας ἀναψύχοντες», Φώτ.)
αρχ.
1. τύχη, ευτυχία («ὁκόσα ἐπιτυχίῃ ποιέουσιν οἱ ἰητροί», Ιπποκρ.)
2. πλεονέκτημα, υπεροχή, κέρδος
3. έργο, επιχείρηση.